2013-03-09 15:29:55
Φωτογραφία για 2806 - Ὁ γέρων Ἐφραίμ Γρηγοριάτης (1905-1991)
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους ἐδῶ καί 65 χρόνια, ἄσκησε τόν δίαυλο τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀνάμεσα στούς ἄλλους Ἀδελφούς, καί ὁ Γέρο-Ἐφραίμ Γρηγοριάτης. Εἶναι ἕνα ἁπλό, ταπεινό καί συμπαθητικό γεροντάκι πού δέν ἔχει βέβαια νά πῇ πολλά στόν διαβαίνοντα τίς Μονές χάριν τουρισμοῦ ἐπισκέπτη.

Γιατί ὁ Μοναχός δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού φαίνεται, ἀλλά αὐτό πού στήν καρδιά του εἶναι· καί αὐτό εἶναι μυστικό, πού τό γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁ ἴδιος ὁ Μοναχός, κρυμμένος βέβαια μέσα στήν βαθειά του ταπείνωσι, καί ὁ Πνευματικός του Πατήρ.

῾Ο Γέρο-'Εφραίμ μέ τήν γραφικότητά του, μέ τό ἀργό ρυθμικό βάδισμά του, μέ τά ριγμένα στούς ὤμους του λευκόμαλλά του, τούς λεκέδες στό ζωστικό του καί τήν σπουδή του νά μή ἀπουσιάσῃ άπό καμμιά Ἀκολουθία μέχρι τά βαθειά του γεράματα, εἶναι γνωρίσματα πού ἐξωτερικά τόν φανερώνουν ὡς θεαματικό στούς ἄλλους.


῾Υπάρχουν ὅμως καί τά ἐσωτερικά γνωρίσματα, τά πνευματικά του πυκτεύματα, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τοῦ Θείου Πνεύματος κινήματα, πού στολίζουν ἀφανῶς καί τούς ἄλλους καί ὡραῒζουν φανερῶς γιά τόν Θεό τήν νύμφη ψυχή, διαρκῶς ἑτοιμαζομένη σέ κοινωνία καί ἕνωσι μετά τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.

῾Ο πόθος γιά τό Θεό μέ ὠθεῖ νά πλησιάσῳ τά γεροντάκια τῆς Μονῆς. Κοντά τους θά αἰσθανθῶ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὡς διδαχή, ἀλλά ὡς βίωμα καί ἐμπειρία. Οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦν τήν γλῶσσα τῆς ἐπιστήμης, ὄχι γιατί τήν μισοῦν, ἀλλά γιατί ἔμαθαν τήν μόνη ἀληθινή ἐπιστήμη, χωρίς πτυχία καί σχολές, κάτω καί μέσα στούς τρούλλους μιᾶς ἁγιορείτικης Μονῆς. ῞Ο,τι ἔχουν νά προσφέρουν στούς ἄλλους, δέν εἶναι μέρος τῆς καρδίας τους, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ καρδιά τους.

Δέν ὁμιλοῦν λοιπόν τόσο μέ τό στόμα, ὅσο μέ τήν καρδιά. Γι' αὐτό καί σέ ξεκουράζουν, χαριτώνουν καί δροσίζουν μέ τά ταπεινά τους λόγια ἐμᾶς τούς πνευματικά διψασμένους. Πρέπει νά τούς πλησιάζουμε μέ σέβας καί τιμή, ὅπως θά πλησιάζαμε τόν Δεσπότη μας Χριστό καί τούς ῾Αγίους. Αὐτοί θά μᾶς ὁμιλήσουν γιά τήν ἄλλη Πατρίδα, αὐτοί θά ἀνοίξουν τήν θύρα τῆς ψυχῆς μας γιά τήν ἔφεσι τῶν μελλόντων, τήν κοινωνίαν τοῦ Πνεύματος, τήν χριστιανική ζωή.

Μ' αὐτές τίς σκέψεις κτυπῶ τήν θύρα τοῦ κελλίου τοῦ πατρός 'Εφραίμ.

- Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

- Ἀμήν. Ποῖος εἶναι, ἐλᾶτε μέσα.

- Εὐλόγησον πάτερ 'Εφραίμ· συγχώρησέ με, ἐάν σέ ἐνοχλῷ

- ῎Εεε, καλῶς τόν πάτερ· κάθισε νά πιοῦμε ἕνα καφέ καί νά ποῦμε καί καμμιά κουβέντα σάν πατριῶτες πού εἴμαστε κιόλας.

- Νἆναι εὐλογημένο πάτερ Ἐφραίμ. Θά ἤθελα νά θυμηθοῦμε καμμιά ἱστοριούλα ἀπό τά μικρά σου χρόνια, καί πρῶτα πρῶτα πές μου, ποῦ γεννήθηκες καί τί ἀνατροφή εἶχες ἀπό τούς γονεῖς σου;

- Ἐγώ πάτερ, γεννήθηκα στό χωριά Βαλτέτσι τῆς Ἀρκαδίας τό 1905, τό ἱστορικό χωριό πού ξέρεις ἀπό τήν νεώτερη ῾Ελληνική ῾Ιστορία, ὅπου ἐκεῖ ὁ Κολοκοτρώνης ἐνίκησε γιά πρώτη φορά τούς Τούρκους καί προετοίμασε τὀ ἔδαφος γιά τήν τελική κατάληψι τῆς Τριπολιτσᾶς πού ἔγινε στίς 23 Σεπτεβρίου1821.

Εἶμαι καί ὁ πέμπτος καί τελευταῖος γυιός τῆς οἰκογενείας μας, καί τό βαπτιστικό μου ὄνομα ἦταν Νικόλαος (τό ἐπώνυμο Μαγκλάρας, γυιός τοῦ Ἀγγελῆ καί τῆς Αἰκατερίνης).

Μετά τά πρῶτα γράμματα πού πῆρα στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, δέν προχώρησα σέ ἀνώτερα διότι ὁ πατέρας μου μέ ἔπαιρνε κοντά του στά πρόβατα, καί ἔτσι ἀπό μικρός ἔγινα τσοπάνης. Τό καλοκαίρι στά βουνά τοῦ Βαλτετσίου περιδιάβαινα μέ τό κοπάδι μας, ἔχοντας τήν ἀγκλίτσα στό χέρι καί τόν ντορβᾶ στήν πλάτη μου, ἐνῶ ἀπό τό φθινώπορο μέχρι τήν ἄνοιξι, παραχείμαζα μέ τήν οἰκογένειά μου στά πεδινά μέρη τῆς Τροιζηνίας Ἀργολίδος, ὅπου ἀγοράζαμε τά βοσκοτόπια ἀπό τούς ἐντοπίους.

Οἱ γονεῖς μου, λόγῳ τῆς συνεχοῦς μεταβάσεως ἀπό τόπο σέ τόπο μέ τό κοπάδι τῶν προβάτων, δέν εἶχαν στενές σχέσεις μέ τήν Ἐκκλησία.

῏Ηταν ὅμως εὐσεβεῖς καί ὅταν μποροῦσαν ἐπήγαιναν στήν Ἐκκλησία. Θυμᾶμαι τόν πατέρα μου πού καμμιά φορά, ἐπάνω στό θυμό του, βλασφημοῦσε, καί ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι καί ὅτι θά εἶναι προτιμώτερο νά τοῦ κοπῇ ἡ γλῶσσα, παρά νά βλασφημᾷ, ἐκεῖνος ἀγωνιζόνταν νά θεραπευθῆ ἀπὀ τό πάθος του, καί πολλές φορές τόν εἶχα ἰδεῖ μέ αἵματα στό στόμα. ῞Οταν τόν ἐρώτησα κάποτε, γιατί ἔχει αἵματα στό στόμα, ὁ ἴδιος μοῦ εἶπε: «Δέν θέλω νά βλασφημῶ καί γι᾿ αὐτό δαγκώνω τήν γλῶσσα μου».

-Πῶς γεννήθηκε μέσα σου ὁ πόθος, πάτερ Ἐφραίμ γιά τόν μοναχισμό;

-῾Ο πατέρας μου ἐδιάβαζε διάφορα Συναξάρια ῾Αγίων, καθώς καί τήν ἐπιστολή τοῦ Κυρίου ἡμῶν 'Ιησοῦ Χριστοῦ. Τά ἔπαιρνα καί ἐγώ κοντά μου στά πρόβατα καί πολύ μοῦ ἄρεσαν. Περισσότερο μοῦ ἄρεσε ὁ βίος τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καί, ὅταν ἐδιάβαζα, ἔκλαιγα καί ποθοῦσα καί ἐγώ ν᾿ ἀκολουθήσῳ αὐτή τήν μοναχική ὁδό.

 Σιγά-σιγά ἄναβε μέσα μου ὁ ζῆλος γιά τά πνευματικά πράγματα, ἀλλά καί ντρεπόμουν τούς ἄλλους, διότι αὐτοί δέν ἐθρήσκευαν τόσο, καί ἐπί πλέον μέ περιέπαιζαν. Πολύ μέ συγκινοῦσε καί τό βιβλίο «῾Αμαρτωλῶν Σωτηρία» καί στήν προσευχή μου παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μοῦ δώσῃ κάποια ἀφορμή νά φύγῳ γιά νά μιμηθῷ τήν ζωή τῶν ῾Αγίων πού διάβαζα.

Τό φθινόπωρο τοῦ 1923, ἔφυγα μέ τήν ἀδελφή μου Διαμάντω καί μέ τό κοπάδι γιά τά χειμαδιά στόν Πόρο τῆς Τροιζηνίας. Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή προετοιμαζόμουν γιά τό Πάσχα, καί τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀνέβηκα στό Μοναστήρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς νά ἐξομολογηθῶ στόν παπᾶ Γιώργη. Ἐνῶ ἐπερίμενα ἐκεῖ, ἕνας ἄλλος ἄγνωστος Παπᾶς μέ ἐπλησίασε καί, ἐπειδή μέ εἶδε σκεπτικό, μέ ἐρώτησε:

-Ποιόν περιμένεις, βρέ καλόπαιδο, καί γιατί εἶσαι σκυθρωπός;

-Περιμένω τόν Πνευματικό· θέλω νά κοινωνήσω αὔριο.

-Καλά καί ἐγώ Πνευματικός εἶμαι καί ἐάν θέλῃς σέ κάτι νά σέ βοηθήσῳ.

-Ἐε, δέν πειράζει θά περιμένω τόν ἄλλον Παπᾶ, ἀλλά ἔχω νά σᾶς πῶ ἕνα πόθο μυστικό: Θέλω νά γίνω Καλόγερος, ἀλλά δέν ξέρω ποῦ νά πάω καί δέν θά ἤθελα νά τό πῆτε πουθενά, γιά νά μή ἔχουμε κακές συνέπειες.

῎Α παιδί μου, ἡ Παναγία σέ ἔστειλε ἐδῶ, ἡ Παναγία σέ ἔστειλε. Λοιπόν ἐδῶ δέν μπορεῖς νά γίνῃς Μοναχός· θά πᾶς καί στρατιώτης μεθαύριο καί θά χάσῃς τήν εὐλάβεια ὅπου ἔχεις. ῾Επομένως θά σέ στείλῳ ἐγώ σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου θά γίνῃς Καλόγερος καί θά περάσῃς καί καλά.

-῎Ε ποῦ εἶναι αὐτό τό μέρος;

Θά σέ στείλω στό ῞Αγιον ῎Ορος. (Εἶχα ἐγώ διαβάσει περί ῾Αγίου ῎Ορους, ἀλλά δέν ἤξερα οὔτε καί ποῦ πέφτει κιόλας).

Ἐγώ τοῦ ἔδωσα τόν λόγο μου ὅτι θέλω νά γίνω Καλόγερος, ἀλλά πῶς θά φύγω ἀπό ἐδῶ; Ἐκεῖνος μοῦ λέγει: Μή φοβᾶσαι ἡ Παναγία σέ ἔστειλε σέ ἐμένα καί ἐγώ θά σέ συστήσω. ῏Ηταν ἕνας πολύ καλός ἄνθρωπος· τό ὄνομά του, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἦταν Χρυσόστομος Δημητρίου. ῏Ηταν Ἀρχιμανδρίτης καί ῾Ιεροκῆρυξ στόν Πειραιᾶ.

Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἔγινε καί Δεσπότης, ἴσως στήν Ζάκυνθο δέν θυμᾶμαι καί καλά. Ἀκόμη μοῦ εἶπε: ἔχε σέ ἐμένα ἐμπιστοσύνη, ἐγώ θά σέ καθοδηγήσω καί ὅταν πᾶς ἐκεῖ, νά μοῦ γράψῃς ἕνα γράμμα. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω ἀπό ἐσένα.

῎Εχω ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τοῦ εἶπα. Ἀπό σήμερα μάλιστα ἐσύ θά μέ ἀναλάβῃς καί θά μέ καθοδηγήσῃς, ὅπως σέ φωτίσῃ ὁ Θεός. Τοῦ ἔδωσα καί μερικά ροῦχα καί βιβλία πού εἶχα μαζί μου, καί τοῦ εἶπα, ὅτι τώρα πρέπει νά γυρίσω στήν καλύβη μου, στή στάνη. Μάλιστα τόν ἐρώτησα, πόσα χρήματα θά χρειασθῶ γιά τ·ό ταξείδι μου στό ῞Αγιο ῎Ορος; Μοῦ εἶπε: Θά χρειασθῇς μέχρι 200 δραχμές. Ζήτησε τοῦ πατέρα σου καί, ἄν δέν ἔχῃ νά σοῦ δώσῃ, μή στενοχωριέσαι, θά τά οἰκονομήσουμε.

Κατέβηκα στήν καλύβη μας στήν στάνη, καί ὁ Πατέρας μου, βλέποντάς με σκεπτικόν, μέ ἐρώτησε:

-Τί ἔχεις παιδί μου, γιατί εἶσαι σκεπτικός; Σοῦ συμβαίνει τίποτα;

-῎Εχω καί ἐγώ ἕνα παράπονο Πατέρα. Τί παράπονο ἔχεις; (μ᾿ ἀγαποῦσε πολύ ὁ Πατέρας μου ἤμουν ὁ τελευταῖος τῆς οἰκογενείας μας).

-Τώρα, Πατέρα, μεγάλωσα κι ἐγώ καί δέν ἔχω μία δεκάρα νά βγῷ ἔξω μέ τούς φίλους μου νά πιοῦμε ἕνα ποτηράκι κρασί. ῞Ολο τόν Γιώργη (τόν μεγάλο μου ἀδελφό) στέλνεις ἐδῶ καί ἐκεῖ καί τοῦ δίνεις καί χρήματα.

-Πότε μοῦ ἐζήτησες παιδί μου καί δέν σοῦ ἔδωσα; Πόσα χρήματα τώρα θέλεις;

-Δός μου τό λιγώτερο 250 δραχμές.

-Πώ, πώ τόσα χρήματα τί θά τά κάνῃς; Πάρε ἕνα εῖκοσιπεντάρικο καί, ἄν πάλι χρειασθῇς, νά μοῦ τό εἰπῇς.

-Πατέρα, τοῦ λέγω, σέ εὐχαριστῶ πολύ. ῎Αν ἦταν γιά εἴκοσι πέντε δραχμές δέν θά σοῦ ζητοῦσα. Δῶσε μου μιά φορά αὐτά πού σοῦ ζητῶ, καί δέν θά σοῦ ζητήσῳ πάλι ἄλλα. (Βγάζει ἀπό τήν τσέπη του τά χρήματα καί μοῦ λέγει:)

-Νά πάρε τα, ἀλλά νά μή μοῦ ζητήσῃς ἄλλα νά ξέρῃς.

Ἐγώ τότε συγκινήθηκα, τοῦ φίλησα τό χέρι καί τοῦ εἶπα:

-Πατέρα σέ εὐχαριστῶ πολύ, ἀλλά δέν πρόκειται νά σοῦ ζητήσω ἄλλα. Συγκινήθηκε καί αὐτός καί μοῦ λέγει:

-Μά γιατί δέν θά μοῦ ζητήσης ἄλλα;

-῎Ε δέν θέλω ἄλλα, μοῦ εἶναι ἀρκετά αὐτά.

῏Ηταν ἀπόγευμα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 1924, ὅταν ἐπῆρα τά χρήματα. ῏Ηταν καί ἡ ὥρα νά πᾶμε τά πρόβατα στήν βοσκή. ῾Οπότε μπροστά ὁ Πατέρας μου, πίσω τά πρόβατα καί παρά πίσω ἐγώ μέ τήν γκλίτσα στό χέρι, προχωρούσαμε γιά τό λειβάδι. Τότε μέ ἔπιασαν λογισμοί, ὄντας δεκαεφτάρης στήν ἡλικία, καί ἔλεγα· τί εἶναι αὐτό πού πάω νά κάνω; Ν᾿ ἀφήσῳ τούς γονεῖς, τίς ἀδελφές μου, τά πρόβατά μας; Μήπως θέλει νά μέ πλανήσῃ αὐτός ὁ Ἀρχιμανδρίτης; Ἀλλά ἀντιστάθηκα σ᾿ αὐτές τίς σκέψεις καί εἶπα: ῎Η θά φύγῳ τώρα ἤ δέν φεύγω ποτέ. Ἐπέταξα λοιπόν τήν γκλίτσα στά πρόβατα λέγοντας: ῎Αϊντε καί σεῖς στό καλό σας, ἐνῶ στόν πατέρα μου δέν εἶπα τίποτα πού ἐπήγαινε μπροστά. Γυρίζω λοιπόν πίσω στό μανδρί. Μέ βλέπουν ἡ μάννα μου καί οἱ ἀδελφές μου καί μέ ἐρωτοῦν:

-Γιατί γύρισες πίσω Νῖκο; Τότε μέ φώτισε ὁ Θεός καί τούς εἶπα:

-Μ᾿ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου νά εἰδοποιήσῳ κάποιον χασάπη, νά βγῇ μπροστά στό κοπάδι νά ἀγοράσῃ μερικά ζῶα. ῾Η ἀδελφή μου μέ εἶδε ἀνήσυχο καί λέγει στήν μάννα μας: «Αὐτός φεύγει δέν τόν βλέπεις, πού μαζεύει καί τά ροῦχα του;». Τήν μάλωσα καί τῆς εἶπα· «Τί εἶναι αὐτά πού λές, ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα μου θά φύγω;» Μέ ἀγκαλιάζει μέ κλάματα ἡ μάννα μου καί μοῦ λέγει: «ποῦ θά πᾶς παιδάκι μου, γιατί θέλεις νά φύγῃς;

Τέλος πάντων, νά μή τά πολυλογοῦμε, ἔφυγα καί ἐπῆγα στόν Πόρο, ὅπου θά μέ περίμενε ὁ Ἀρχιμανδρίτης, Μέ ρώτησε γιά ταὐτότηα καί τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω.

Μέσα σέ μιά νύχτα ἐκεῖνος μοῦ ἑτοίμασε ἕνα χαρτί ἀπό τήν Ἀστυνομία καί τήν ἑπομένη τό πρωῒ, θά φεύγαμε μέ τό πλοῖο. Τότε μέ ἐρωτᾶ ὁ 'Ἀρχιμανδρίτης. Πῆρες καμμιά πέτρα μαζί σου;

-Τί νά τήν κάνω τοῦ λέγω.

-Νά δώσῃς μέ αὐτό ὅρκο καί νά πῇς: ῎Αν γυρίσῳ πίσω τάφος αὐτή ἡ πέτρα νά μοῦ γίνῃ. -Νά μή γυρίσῃς πίσω στό κόσμο πάλι.

-Εὐχαριστῶ πολύ τοῦ εἶπα, πάω γιά νά μείνω, δέν πάω νά γυρίσω πίσω.

Ἐπήγαμε στόν Πειραιᾶ, μέ ἔβαλε σέ ξενοδοχεῖο, μοῦ ἐπλήρωνε τά τρόφιμά μου, μοῦ ἔδινε καί χρήματα. ῏Ηταν καλός ἄνθρωπος.

῏Ηταν ὁ ῎Αγγελός μου, ὁ Θεός τόν ἔστειλε.

῞Οταν ἦλθε ἡ ἡμέρα πού θά ταξίδευα γιά Θεσσαλονίκη μέ ἕνα παλιοκάραβο, ἀπό ἐκεῖνα τά ἀποστρατευμένα τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, ἑτοιμάσθηκα, ἐφόρεσα τήν χωριάτικη πουκαμίσα μου, τά τσαρούχια μου καί μέ τόν ντορβᾶ στήν πλάτη ξεκίνησα. ῾Ο Ἀρχιμανδρίτης μοῦ εἶπε: "Δέν ἔχεις ἄλλα ροῦχα νά φορέσῃς; Θά σέ κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι οἱ Μοναχοί ἐκεῖ στό ῞Αγιον ῎Ορος.

-Καί τί νά κάνω, τοῦ λέγω, δέν ἔχω ἄλλα ροῦχα.

Ἐπῆγε ὁ καϋμένος καί μοῦ ἀγόρασε καινούργια ροῦχα, ἀπό αὐτά τά εὐρωπαϊκά πού λένε, καί μέ ἔντυσε. Τά χωριάτικα ροῦχα μοῦ εἶπε νά τά στείλω πίσω στό σπίτι.

Ἐεε, αὐτό ἦταν...Βυθίσθηκαν οἱ δικοί μου σέ μέγα πένθος. Μαζί μέ τά ροῦχα τούς ἔβαλα καί ἕνα σημείωμα, στό ὁποῖον ἔγραφα: «Ἀναχωρῶ πρός ἄγνωστον κατεύθυνσιν πέντε ἡμέρες μέ τό πλοῖο καί, ὅταν θά φθάσω, θά σᾶς γράψῳ, ἀλλά καλή ἀντάμωσι στόν ἄλλο κόσμο».

-῞Οταν ἔφθασες στό Μοναστήρι, πῶς σέ δέχθηκε ὁ Γέροντάς σου, ὁ Παπᾶ-Θανάσης;

Ἐγώ ἔφθασα στό Μοναστήρι τό Πάσχα τοῦ 1924. ῾Ο Γέροντάς μου εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἀπό τό Γενάρη τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἐπειδή ἤμουν καί μικρός, μέ συμπάθησε, μοῦ φέρθηκε πατρικῶς καί ὅσο ἦτο δυνατόν μέ οἰκονομοῦσε.

Τούς νέους καί ἀγενείους, ὅπως ξέρῃς, Πάτερ, δέν τούς κρατοῦσαν μέσα στό Μοναστήρι, μέχρις ὅτου ἐνηλικιωθοῦν καί βγάλουν γένεια.

Γι᾿ αὐτό καί ἐγώ, ἐστάλην μετά δέκα ἡμέρας, φορῶντας καί τά ράσα ὡς δόκιμος Μοναχός, στίς Καρυές. Μέσῳ τοῦ βουνοῦ σέ μιά νύκτα μέ τό Γέρο-Βαθολομαῖο ἐφθάσαμε στό Κονάκι τῶν Καρυῶν. Ἐκεῖ ἔμεινα ἕνα χρόνο. Μακρυά ὅμως ἀπό τόν Γέροντά μου καί ἀστήρικτος πνευματικά, κλονίστηκα καί ἤθελα νά φύγω γιά ἄλλο τόπο.

Κάνω τόν σταυρό μου καί λέγω: Θά πάω νά κτυπήσω τήν πόρτα τοῦ πρώτου σπιτιοῦ πού θά συναντήσῳ μπροστά μου καί, ἄν εἶναι θέλημα τῆς Παναγίας, θά μέ κρατήσουν. Φεύγοντας ἀπό τήν πίσω πόρτα, ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό πατητήρι, διότι ἐκεῖ ἦταν καί τό ξυλοκρέβατό μου, ἐπῆγα στό πρῶτο σπίτι πού συνάντησα.

 Κτυπῶ τήν πόρτα καί ἐρωτῶ ἕνα νέο Μοναχό πού μοῦ ἄνοιξε. ῎Εχω, λέω, ἕνα ἀδελφάκι, πού θέλει νά γίνῃ Μοναχός σέ κελλί, ἔχετε μέρος νά τό κρατήσετε;

-Νά ρωτήσω τόν Γέροντα, μοῦ λέγει ὁ Μοναχός.

Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: Αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι, δέν ἔχει ἀδελφάκι γιά Μοναχό. Νά τοῦ εἰπῇς, ὅτι τώρα δέν μπορῶ νά τόν κρατήσω, διότι περιμένω δύο παιδιά νά ἔλθουν αὔριο γιά Μοναχοί.

῎Ετσι κατάλαβα, ὅτι δέν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ νά πάω ἀλλοῦ. Ἀπό τήν πόρτα πού βγῆκα ξαναμπῆκα πάλι. ῎Εκτοτε δέν ἐφρόντισα νά πάω σέ ἄλλο τόπο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί ἔμεινα στό Μοναστήρι μας διακονῶντας σέ διάφορα διακονήματα.

-Πάτερ 'Εφραίμ, ἔχει εὐλογία νά μοῦ πῆτε, πῶς εἴδατε τόν ῞Αγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο;

῞Οπως καί ἄλλοτε σοῦ ἔχω εἰπεῖ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, πάτερ. ῞Οταν ἤμουν νέος Μοναχός, γύρω στο1930, μέ ἔστειλε τό Μοναστήρι στήν Μονή ῾Αγίου Παύλου, ὡς συνήθως πηγαίνουμε ὡς ἀντιπρόσωποι τῶν Μονῶν μας σέ πανηγύρεις ἄλλων Μονῶν.

Τότε ἐπανηγύριζαν τήν Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, πού ἑορτάζει στίς 3 Νοεμβρίου. ῞Οταν ἡ ἀγρυπνία εἶχε φθάσει στήν τετάρτη ὠδή τοῦ ὄρθρου, βλέπω ἐν ἐγρηγόρσει τόν ῞Αγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο μέ πλήρη στολή ὁπλίτου καί μέ τό κοντάρι στό χέρι, νά πετᾷ πάνω ἀπό τό κεντρικό πολυέλεο καί ὁλόκληρος νά ἀστράπτῃ σάν φῶς καί ἀστραπή.

Σέ μιά στιγμή ἀνέβαινε μέ ταχύτηα πρός τόν τροῦλλο, ὁπότε καί ἐξαφανίσθηκε. 'Ἐγώ ὅταν τόν εἶδα, κατεπλάγην καί ἀπό τήν χαρά μου, ἔλεγα στούς διπλανούς μου: «Κοιτᾶξτε κοιτᾶξτε ψηλά τόν ῞Αγιο Γεώργιο.  Οἱ ἄλλοι ὅμως δέν εἶδαν τίποτα.

-Τί ἐνθυμεῖσθε πάτερ 'Εφραίμ γιά τόν Μοναχό 'Αρτέμιο τόν Σπαρτιάτη;

῾Ο πατήρ Ἀρτέμιος ἦτο ἕνας ἐνάρετος καί ἀγωνιστής Μοναχός. Μέ ἀγαποῦσε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι γέροντες Πατέρες, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς νεαρᾶς μου ἡλικίας. Αὐτό τό διεπίστωσα, ὅταν κάποτε, ἀποπειράθηκα νά φύγῳ κρυφά ἀπό τό Μοναστήρι.

Ἐκρέμασα ἕνα σχοινί ἀπό τό παράθυρο, ἀφοῦ πρίν ἐπέταξα καί τόν ντορβᾶ μου κάτω μέ λίγα πραγματάκια μου, καί ἐπήδηξα κάτω.

Τότε ἤθελα νά φύγω ἀπό ζηλωτισμό, ἐπηρεασμένος ἀπό ἄλλους πού δέν ἤθελαν νά μνημονεύεται ὁ Πατριάρχης. ῞Οταν ἔφθασα ἀπέναντι ἀπό τό μοναστήρι μας στήν πίσω μεριά, στό τόπον πού λέγεται «Παρθένι», ὅπου ἔχουμε καί τίς ἐλιές, ἄνοιξα τόν ντορβᾶ μου νά ἰδῶ, ἐάν ἐπῆρα ὅλα τά πράγματα πού εἶχα ἑτοιμάσει νά πάρω. Βλέπω μετά λύπης μου, ὅτι μοῦ ἔλειπε τό προσευχητάριον τοῦ Ἀ. Σιμωνώφ.

Μοῦ ἦταν πολύ ἀπαραίτητο αὐτό καί δέν μποροῦσα νά φύγῳ χωρίς νά τό πάρῳ μαζί μου. ῏Ηταν βλέπεις οἰκονομία Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μου νά μή φύγω ἀπό τό Μοναστήρι καί χάσω τήν ψυχήν μου. Γυρίζοντας πίσω, ἦταν ἀκόμη πολύ πρωῒ. Βλέπω στήν πύλη νά βγαίνῃ πρός τά ἔξω ὁ ῾Ηγούμενος καί Γέροντάς μου Παπᾶ Θανάσης.

Ἐε, ποῦ εὑρέθηκες ἐσύ τέτοια ὥρα παιδί μου Ἐφραίμ;

Δέν μποροῦσα νά τοῦ πῶ ψέμματα καί τοῦ λέγω: ῎Εφυγα Γέροντα, διότι δέν μέ ἀναπαύει τό ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου καί τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου.

-Καλά, παιδί μου, νά φύγῃς ἀφοῦ τό θέλεις, ἀλλά ἀξιοπρεπῶς καί ὄχι μέ αὐτόν τόν τρόπον, γιατί μέ τόν τρόπον πού θέλεις νά φύγῃς, ἐγώ δέν σοῦ δίνω εὐλογία. Μέ ἔκαμψε. Τοῦ λέγω: "Νἆναι εὐλογημένο, Γέροντα. Τώρα ὅμως ἐγώ δέν μπορῶ νά ἔλθῳ στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ μέ πῆραν χαμπάρι οἱ Πατέρες πώς ἔφυγα. ( ἐκείνη τήν ἡμέρα λειτουργοῦσε στό Καθολικό τῆς Μονῆς μας, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος).

Μή ἔρχεσαι οὔτε στήν ἐκκλησία, οὔτε στήν τράπεζα· κάθισε στό δωμάτιό σου νά ἡσυχάζῃς καί θά οἰκονομήσῃ ἡ Παναγία τά πράγματα. Τό ἔμαθαν λοιπόν τά Γεροντάκια καί ἦλθαν στό κελλί μου. Πρῶτος ἦλθε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε κλαίοντας: "Γιατί παιδί μου, Ἐφραίμ, θέλεις νά φύγῃς; Ἐμεῖς ἐδῶ σέ κρατήσαμε καί σέ μεγαλώσαμε ἀπό μικρό παιδί". Τό μαθαίνει ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος ἀπό τό Γέρο-Βαρλαάμ καί ἔρχεται καί αὐτός στὀ κελλί μου μέ κλάματα:

-Παιδάκι μου, παιδάκι μου, μοῦ ἔλεγε, ποῦ θά πᾷς νά φύγῃς, δέν θά σέ ἀφήσῳ ἐγώ νά φύγῃς.

-Καλά τοῦ λέγω, Γέρο-Ἀρτέμιε, ἀλλά ἔχω τά πράγματά μου ἐκεῖ στίς ἐλιές. Μή στενοχωριέσαι γι᾿ αὐτό. Ἐγώ θά σέ περιμένω τό βράδι στήν μικρή πόρτα τοῦ Κοιμητηρίου. Νά πᾶς ἐσύ νά τά φέρῃς, καί νά πᾶς στό κελλί σου, χωρίς νά σέ ἀντιληφθῇ κανείς.

῎Ετσι αὐτοί οἱ δύο Γεροντάδες ἔγιναν αἰτία νά παραμείνω στό Μοναστήρι μας.

῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος ἦτο βιαστής Μοναχός. ῎Ετσι τόν ἐγνώρισα ἐγώ. Κρεβάτι στό κελλί του δέν ἐγνώριζε. ῞Οπως ἐρχόταν ἀπό τήν ἐκκλησία, μέ τό ράσο καί τό κουκούλι καθόταν σ᾿ ἕνα σκαμνί τοῦ κελλιοῦ του, χωρίς νά βγάζῃ τά παπούτσια του, καί τραβοῦσε ὅλη τήν νύκτα κομβοσχοίνι, τό ὁποῖον εἶχε κρεμάσει ἀπό τό νταβάνι.

Πολλές φορές περνοῦσε τίς νύκτες του, κυρίως τίς καλοκαιριάτικες, στά στασίδια τοῦ Νάρθηκος τῆς ἐκκλησίας. Κάποτε μοῦ εἶχε εἰπεῖ: «Τί νά σοῦ πῶ, παιδάκι μου, εἶδα πρό καιροῦ μέσα στήν ἐκκλησία μία ὀτπασία. Εἶδα νά ἐξέρχεται, ντυμένος μέ τήν στολή του ἀπό τήν ῾Ωραία Πύλη, ἕνας διάκονος, ὁ ὁποῖος στάθηκε κάτω ἀπό τόν πολυέλεο, καί εἶπε τρεῖς φορές· «ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ». Τί νά σημαίνῃ ἆρα γε αὐτό, μοῦ λέγει, δέν ξέρω. Εῖδα καί ἄλλες ὀπτασίες.

Ἄλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε: "Μία φορά, καθώς στεκόμουν στό στασίδι μου, δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, βλέπω νά μέ πλησιάζουν πολλοί ῎Αγγελοι. Ἐκείνη τήν περίοδο, εἶχα κατά παραχώρησι Θεοῦ, πολύ σαρκικό πόλεμο καί ἤμουν πολύ στενοχωρημένος.

῎Εβλεπα λοιπόν τήν ὀπτασία αὐτή τούς Ἀγγέλους, νά βγάζουν ὅλα τά ἐντόσθιά μου καί νά τά πλένουν ἕνα-ἕνα μέσα σέ μιά λεκάνη. Κατόπιν τά ἔβαλαν πάλι μέσα, μέ ἔραψαν καί εἶπαν· «Ἄϊντε τώρα δέν ἔχεις τίποτα». Καί πράγματι, ἀπό τότε ἐξαφανίσθηκε ὁ σαρκικός πόλεμος καί ἤμουν τελείως εἰρηνικός.

Μιά ἄλλη φορά, συνέχισε νά μοῦ λέγει ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, μπροστά ἀπό τήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, βλέπω σέ ὀπτασία, ὅτι ὑπῆρχε ἕνα τραπεζάκι μέ χρυσό τραπεζομάνδηλο, καί πάνω σ᾿ αὐτό ἕνα ὁλόχυσο Εὐαγγέλιο. Ξαφνικά βλέπω νά κατέρχεται φωτιά ἀπό ψηλά καί φοβήθηκα μήπως κάψῃ τό Εὐαγγέλιο. Τότε οἱ ῎Αγγελοι πού παρέστεκαν, μέ ἐμπόδισαν λέγοντας· «μή πλησιάζῃσ ἐσύ καί μή φοβᾶσαι. Μόνο νά βλέπῃς».

Αὐτή ἡ ὀπτασία, ἀργότερα κατάλαβα ὅτι ἐσήμαινε τό πῦρ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ πού κατῆλθε ἀπό τόν Οὐρανό καί δέν κατέκαυσε τήν Θεοτόκον. Αὐτή ἡ ὀπτασία ὁμοιάζει μέ τήν φλεγομένη καί μή κατακαιομένη βάτο πού εἶδε ὁ Μωϋσῆς στό ῎Ορος Σινᾶ.

Καί τώρα θά σοῦ διηγηθῷ, πάτερ,  πόσο κακό πρᾶγμα εἶναι ἡ κατάκρισις στά μάτια τοῦ Θεοῦ.

Κάποιο καιρό ἕνας ἀδελφός τῆς Μονῆς ὁ π. Κ. εἶχε ἕνα μεγάλο πειρασμό, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καί ὑπέκυψε σέ κάποιο παράπτωμα. Ἐγώ δέν μποροῦσα νά τό διαννοηθῶ, πῶς παρεχώρησε ὁ Θεός καί εἶχε ὁ ἀδελφός αὐτή τήν περιπέτεια, ὄντας πενηντάρης στήν ἡλικία.

Ἐκεῖνο τό φθινόπωρο μαζεύαμε ἐλιές, ἐγώ εὑρισκόμουν πάνω ἀπό τό πεζούλι τοῦ Κοιμητηρίου καί ἔλεγα μέ τόν νοῦν μου. Μά πῶς ἔγινε καί ἔπεσε ὁ τάδε ἀδελφός σ᾿ αὐτό τό παράπτωμα! Ξαφνικά ἕνα χέρι μοῦ δίνει μιά σπρωξιά πρός τά κάτω καί μία φωνή μοῦ λέγει συγχρόνως· «ἀφοῦ ἀπορεῖς νά μάθῃς, μάθε πῶς ἔπεσε ὁ ἀδελφός».

Εὑρέθηκα κάτω ἀπό τό πεζούλι, δίπλα στά μνήματα τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, τραυματισμένος στά χέρια, στό κεφάλι, ἐνῶ τά αἵματα ἔτρεχον ἀπό παντοῦ. Καλά νά τά πάθῳ, παιδάκι μου, γιατί κατέκρινα μέ τόν λογισμό μου τόν ἀδελφό, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βλέπω τίς δικές μου ἀδυναμίες καί ἀτέλειες. ῾Ο Θεός νά μέ συγχωρέσῃ. Καλά πού δέν σκοτώθηκα».

Στήν ἐκκλησία, ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, ἦτο στῦλος ἀκλόνητος στήν προσευχή καί τήν παρακαλούθησι τῶν θείων Ἀκολουθιῶν. Εἴχαμε τό τυπικό αὐτό μέ τόν ἀείμνηστο Γέροντά μας, τόν Παπᾶ-Θανάση, ὁ ὁποῖος σπανίως καθόταν καί μᾶς ἐπέτρεπε νά καθήμεθα μόνο στά ψαλτήρια καί τίς ὧρες.

Κάποια φορά ἦλθε στό Μοναστήρι μας ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας.  Κατά τήν ὥρα τῆς Ἐννάτης, πρό τοῦ ῾Εσπερινοῦ, μπῆκε στήν ἐκκλησία. Πέρασε δίπλα ἀπό τό Γέρο-Ἀρτέμιο, πού καθόταν, ὅπως εἴπαμε δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, καί τοῦ λέγει· «Εὐλογεῖτε». ῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος ἀμίλητος. Δέν ἐγνώριζε ποιός ἦταν, διότι δέν φοροῦσε καί ὁ Δεσπότης τά διακριτικά του. Τοῦ ξαναμιλᾶ ὁ Δεσπότης· «Εὐλογεῖτε, τί κάνετε, πάτερ;». Καί ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος μέ ὕφος σοβαρό καί λακωνικό, ἦταν καί Σπαρτιάτης βλέπεις, τοῦ λέγει· «ἔχουμε ῾Εσπερινό».

-Τί ἐνθυμεῖσθε, πάτερ Ἐφραίμ, ἀπό τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Ἀρτεμίου;

Ἐγώ τόν ὑπηρέτησα ὡς νοσοκόμος ἀρκετό καιρό στά τελευταία του καί τόν ἔβλεπα πάντοτε χαρούμενο, εἰρηνικό καί προσευχόμενο. Κάποτε τόν ἐρώτησα:

-Πῶς αἰσθάνεσαι, πάτερ Ἀρτέμιε, θά εὕρῃ ἔλεος ἡ ψυχή σου στό Οὐρανό;

-῎Εχομεν χρηστάς ἐλπίδας, πάτερ Ἐφραίμ, μοῦ εἶπε.

῏Ηταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως, ὅταν στό Μοναστήρι μας εἶχε ἔλθει ὁ Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως ῾Ιερόθεος, νά χοροστατίσῃ στήν ἀγρυπνία. ῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος, ὁ ὁποῖος προεῖδε τόν θάνατό του, εἶχε ἐγκαίρως εἰδοποιήσει τόν Γέροντά μας Παπᾶ-Θανάση, ὅτι σέ λίγο ἀναχωρεῖ καί νά στείλῃ τούς ὅλους τούς Πατέρες νά τόν συγχωρέσουν καί νά ἀνταλλάξουν τόν τελευταῖον ἀδελφικό ἀσπασμό.

Πράγματι τήν παραμονή τῆς Δεσποτικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, οἱ Πατέρες τόν ἐπεσκέπτοντο ἀπό τό πρωῒ καί ἐλάμβανον καί ἔδιναν τήν συγχώρησι μεταξύ τους.

῾Ο ῾Ηγούμενος εἰδοποίησε καί τόν Μητροπολίτη νά ἐπισκεφθῇ καί εὐλογήσῃ τόν ἑτοιμοθάνατο. Πράγματι, ὅταν πλησίασε κοντά του, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, καί ἀφοῦ τοῦ ἔσφιξε δυνατά τό χέρι, τό φίλησε καί τοῦ εἶπε χαρούμενος: «Σεβασμιώτατε, φεύγουμε, φεύγουμε, εὐλογεῖτε τό ταξίδι μου, καλή ἀντάμωσι στήν ἄλλη ζωή, τήν εὐχήν σας».

Μιά ἄλλη φορά ἦταν ἄρρωστος καί προσευχόταν στούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς, τόν ῞Αγιον Νικόλαον, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία. ῾Οπότε, ἐκεῖ πού μέ πόνο ψυχῆς καί σώματος ζητοῦσε τήν θεία βοήθεια, παρουσιάζεται ἡ ῾Αγία Ἀναστασία καί τοῦ λέγει: «γιατί φωνάζεις συνεχῶς δέν μπορῶ καί δέν μπορῶ; Τί θέλεις;

-Δέν μπορῶ, θέλω τόν γιατρό, τῆς εἶπε.

-῎Αν θέλῃς γιατρό, νᾶτος· καί τοῦ ἔδειξε τήν εἰκόνα της πού εἶναι στό παρεκκλήσι της, δίπλα στό γηροκομεῖο.

Τότε ἐκεῖνος ἐπῆγε μέ εὐλάβεια καί πίστι, ἐπροσκύνησε τήν εἰκόνα της, καί μέ λαδάκι ἀπό τό καντήλι της ἄλειψε τά μέρη τοῦ σώματος ὅπου πονοῦσε καί ἀμέσως ἔγινε τελείως καλά.

-῎Εχει εὐλογία νά μοῦ πῆτε κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀειμνήστου Γέροντάς σας, πάτερ Ἐφραίμ;

῾Ο Γέροντάς μου Παπᾶ-Θανάσης, ἦταν καλογέρι τοῦ παπᾶ Συμεών τοῦ Τριπολιτσιώτου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ τρίτος κτίτωρ τῆς Μονῆς μας. ῞Οταν ἐγώ ἦλθα στό Μοναστήρι, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1924, ὁ παπᾶ-Θανάσης εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἐκείνη τήν χρονιά ἀπό τόν Ἰανουάριο. Ἐπειδή ἤμουν μικρός μέ συμπαθοῦσε πολύ, μέ συμβούλευε καί δέν θυμᾶμαι ποτέ νά μέ μάλωσε.

Πρίν ἀπό αὐτόν ἦταν ῾Ηγούμενος ὁ παπᾶ Γιώργης, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε ἀπό τήν τότε ἀδελφότητα, ἀφοῦ ὁ παπᾶ-Θανάσης πού ἦταν ἀπό τότε ὑποψήφιος γιά τό ἀξίωμα αὐτό, ἔφυγε κρυφά γιά λίγες ἡμέρες στήν ῾Αγία ῎Αννα γιά νά τό ἀποφύγῃ.

῾Η πατρική του ἀγάπη μέ εἶχε σκλαβώσει, ἐνῶ ἐγώ σέ τίποτα δέν φάνηκα ἀντάξιος. Κάποτε ὡς διαβαστής, περνῶντας μέ τό βιβλίο, δίπλα στόν ἀρχιερατικό θρόνο, ὅπου ὁ Γέροντας ἔβαζε πάντοτε τό μπαστούνι του, μέ τόν μανδύα μου τό ἔρριξα κάτω. Ἀπό συνέργεια ἴσως τοῦ πειρασμοῦ, ἔσπασε αὐτό στά δύο. Παρ᾿ ὅτι ὁ Γέροντας δέν εἶχε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτό, ἐν τούτοις δέν μοῦ ἔκαμε καμμίαν παρατήρησι.

Κατά τήν ἡγουμενεία του, πού διήρκεσε μέ διακοπές περί τά 17 χρόνια, πέρασε πολλές δοκιμασίες, λόγῳ τοῦ θέματος τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί μερικῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τραχύ χαρακτῆρα καί ἐπλήγωναν ἴσως ἄθελά τους τόν πρᾶο καί ἀνεξίκακο Γέροντά μας.

Ἦταν ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς καί προσευχῆς.

Ἀπέφευγε τίς συνεχεῖς ἐξόδους στόν κόσμο γιά διοικητικά ζητήματα, διότι σ᾿ αὐτά εἶχε ἰδιαίτερη φροντίδα ὁ μακαρίτης Γέρο-Βαρλαάμ. Μά καί ὅταν ἔβγαινε, ἦταν προσεκτικός.

Πολλές φορές γιά κοντινές ἀποστάσεις δέν ἔπαιρνε τό τράμ, ἀλλά ἐβάδιζε μέ τά πόδια στόν προορισμό του, γιατί δέν ἤθελε νά συμφύρεται μέ τόν πολύ κόσμο.

Στήν ἐκκλησία ἦταν τακτικώτατος. ῎Επρεπε κάθε πρωῒ, πρίν σημάνῃ τό τρίτο χειροσήμαντρο, νά ἔχῃ κατέβει στήν ἐκκλησία καί νά περιμένη τούς Πατέρες. Στόν ἑξάψαλμο, περιεφέρετο, ὅπως καί τώρα ὁ Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, μέ τό κερί στά στασίδια, βλέποντας ἐάν εἶναι ὅλοι οἱ ἀδελφοί παρόντες. ῞Οσοι ἀπουσίαζαν, ἔστελνε τόν παρηγουμενιάρη ἤ καί μερικές φορές, ἐπήγαινε ὁ ἴδιος καί τούς ξυπνοῦσε.

Κάποια φορά ἀποκοιμήθηκα κι ἐγώ σάν νέος καί ἀσυνήθιστος μοναχός πού ἤμουν, καί ὁ Γέροντάς μου ἦλθε στό κελλί μου. Μέ ἐσκούντησε καί μοῦ εἶπε σέ αὐστηρό τόνο. Πάτερ Ἐφραίμ, ἀκόμη κοιμᾶσαι; Τά Γεροντάκια εἶναι ὅλα στήν ἐκκλησία καί προσεύχονται.

Στήν ἐκκλησία ἦταν πολύ ἱεροπρεπής. ῎Εψαλλε τά συνηθισμένα γιά τούς προεστούς μέλη καί σπανίως καθόταν. Στό πρόσωπό του ἦταν ἀποτυπωμένη ἡ ἁγία πραότης. Δέν τόν θυμᾶμαι ποτέ νά ὠργίσθηκε, παρότι δεχόταν ἀπό ἄλλους περιφρονήσεις καί ἐπεμβάσεις στά καθήκοντά του. Μᾶς ἐπισκεπτόταν στά διακονήματα συχνά φορώντας πάντα τό ράσο του, τό ἐπανωκαλύμαυχο καί τό μπαστούνι στό χέρι. Μᾶς μιλοῦσε μέ ἕνα ταπεινό συγκρατημένο χαμόγελο καί πάντοτε μέ τό πάτερ τάδε, μέ εὐγένεια καί καλωσύνη.

Στίς διάφορες δουλειές τῆς Μονῆς, στίς ὁποῖες πηγαίναμε ὅλοι μαζί, τίς λεγόμενες «παγκοινιές», πρῶτος καί προθυμότερος ἦταν ὁ Γέροντάς μας. Ἐκεῖ, στά ἀμπέλια, στούς κήπους γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν ἤ τόν τρυγητό, ἐλέγαμε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ἀρχίζοντας πρῶτα ἀπό τόν Γέροντά μας.

'Εάν ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ ῾Εσπερινοῦ τότε ἕνας ἀπό τούς  ἀδελφούς στεκόταν ὄρθιος καί τραβοῦσε τά ἀνάλογα κομβοσχοίνια γιά τόν ῾Εσπερινό καί τόν ἑορταζόμενο ῞Αγιο τῆς ἡμέρας.

Ἀγαποῦσε νά διαβάζῃ τά πατερικά βιβλία. Μάλιστα κρατοῦσε σημειώσεις σέ μεγάλα τετράδια, μερικά ἀπό τά ὁποῖα τοῦ ἐζήτησα νά μοῦ τά δώσῃ καί μοῦ εἶπε· «Ἐάν τά ἰδῶ δεμένα (στό βιβλιοδετεῖο) θά σοῦ τά δώσω". Καί πράγματι ἐγώ τά ἔδεσα καί μοῦ τά ἔδωσε. Σήμερα τά ἔχουν μερικοί ἀπό τούς Πατέρες καί ἕνα, τό σπουδαιότερο, ὁ νῦν Γέροντάς μας.

Τά καλοκαιρινά ἀπογεύματα, γιά νά ἡσυχάσῃ λίγο άπό τό βάρος τῶν διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν του καθηκόντων, ἐπήγαινε σέ μιά σπηλιά πάνω ἀπό τόν ἀρσανά, κοντά στό παλιό δρομάκι τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖ προσευχόταν ἤ ζωγράφιζε μορφές ῾Αγίων στά τετράδια που κρατοῦσε σημειώσεις.

῞Ολοι οἱ Πατέρες τόν εἶχαν σέ εὐλάβεια, ἀκόμη καί πολλοί ἀπό ἄλλα Μοναστήρια τόν εἶχαν πνευματικό τους. ῾Η πραότης καί ἡ καλωσύνη του αἰχμαλώτιζε τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς πλέον νευρώδεις καί ταραχοποιούς.

Κάποια φορά, ὁ Γέρο-Βαρλαάμ τοῦ φέρθηκε ὄχι σάν ὑποτακτικός, ἀλλά σάν δικαστής, ἀλλά κατόπιν μετάνοιωσε πικρά. Προσέτρεξε κοντά του καί γονατιστός τοῦ ἔλεγε:

-Γέροντά μου, ἅγιε Γέροντα, συγχώρεσέ με γι' αὐτό πού σοῦ ἔκανα, άλλά μέσα ἀπό τήν καρδιά σου, ἐνῶ τά δάκρυά του ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του.

-Συγχωρεμένος νά εἶσαι πάτερ Βαρλαάμ.

-Γέροντα, θέλω μέσα ἀπό τήν καρδιά σου νά μέ συγχωρήσῃς, γιά ὅ,τι μέχρι σήμερα ἔκανα πού σέ ἐπλήγωσε.

Τί ἐκάναμε τόσο καιρό; Ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας;

Τήν πατρικότητά του πρός τά Καλογέρια του τήν διαπίστωσα ἀκόμη μιά φορά, σέ ἕνα ὄνειρο πού εἶδα. Κάποτε ὡς ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἔσφαλα καί τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ὁπότε ἐκείνη τήν νύκτα, βλέπω τόν Γέροντά μου νά εἶναι ντυμένος μέ τόν μαῦρο μανδύα καί ἐνώπιον τῆς ῾Ωραίας Πύλης, νά παρακαλῇ τόν Δεσπότη Χριστό, λέγοντας: «Κύριέ μου, σῶσον τόν πατέρα Ἐφραίμ. Κι αὐτός εἶναι πλάσμα τῶν χειρῶν σου καί συγχώρησον αὐτόν δι᾿ ὅ,τι ὡς ἄνθρωπος ἥμαρτεν». Ἐγώ ἐστεκόμουν δίπλα του καί ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Τέπλου, τελείως συντετριμμένος καί μετανοιωμένος γιά τό παράπτωμά μου.

Ο σεβαστός μου Γέροντας ἀγαποῦσε τίς ἀγρυπνίες, στίς ὁποῖες ἔψαλλε καί στεκόταν σάν ἀναμμένη λαμπάδα. Ἐπίσης ἐπήγαινε σέ πανηγύρεις Μονῶν πού τόν καλοῦσαν, καί προπαντός στήν Μονή τοῦ ῾Αγίου Παύλου. Τότε ἐκεῖ ῾Ηγούμενος ἦταν ὁ πατήρ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγάλη προσωπικότης στήν ἐποχή του.

 Εἶχε σέ τιμή καί σεβασμό ὅλους τούς ῾Αγίους, μά περισσότερο στόν ῞Αγιον Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ῞Αγιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη. Μάλιστα εἶχε κόψει ἀπό τά πνευματικά γυμνάσματα τήν μορφή τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου καί τήν εἶχε βάλει σέ κορνίζα πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του. Σέ ἐρώτησί μου κάποτε: "Γιατί,  Γέροντα, τιμᾶς τόν ῞Αγιο Νικόδημο, ἀφοῦ ἀκόμη δέν τόν ἔχει ἡ 'Εκκλησία ἀνακηρύξει ῞Αγιο;

Αὐτός παιδί μου μοῦ εἶπε, εἶναι ῞Αγιος καί ἄς μή τόν ἔχῃ ἀνακηρύξει ἡ 'Εκκλησία. Εἶναι μεγάλος ῞Αγιος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας".

Τό πρόβλημα τῆς λειψανδρίας στά Μοναστήρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὑπῆρξε ὀξύ κατά τά μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος. ῾Ο μακαρίτης παπᾶ-Θανάσης, μοῦ ἔλεγε ὅτι τά Μοναστήρια δέν ἐρημώνουν ἀπό ἀνέχεια καί πτωχεία, ἀλλά ἀπό ἀνθρώπους. Καί οἱ ἄνθρωποι πού φταῖνε γι᾿ αὐτή τήν ἐρήμωσι, εἴμεθα ἐμεῖς, διότι δέν δείχνουμε καλή διαγωγή καί πρέπει νά προσέχουμε νά μή σκανδαλίζουμε κανέναν. ῎Εχομε λόγο νά δώσουμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτές τίς ψυχές πού μᾶς ἔστειλε ἐδῶ ὁ Θεός καί ἐμεῖς μέ τά ἔργα μας τούς σκανδαλίζουμε.

῎Αλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε· «῎Ας ἀγωνιζώμεθα, παιδί μου Ἐφραίμ, γιά νά τηρήσουμε παρθένα καί καθαρά τόν νοῦν, τήν καρδιά καί τό σῶμα μας. Χωρίς αὐτή τήν καθαρότητα, δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ Πατέρα τόν Θεό καί ἀδελφούς τούς Πατέρας. ῞Οταν ὁ Θεός βλέπῃ τέτοιες πτώσεις παραχωρεῖ μεγάλα δεινά στά Μοναστήρια. ῎Αν μερικά Μοναστήρια καίγωνται, νά ξέρῃς, ὅτι παραχωρεῖ ὁ Θεός τέτοιες δοκιμασίες γιά νά σωφρονίσῃ ἐμᾶς τούς Μοναχούς.

-Πάτερ Ἐφραίμ, τί κανόνα προσευχῆς ἔβαζε ὁ παπᾶ-Θανάσης γιά κάποιον πού θά ἐρχόταν στό Μοναστήρι γιά δόκιμος;

Δέν ξέρω τί ἔκανε μέ τούς ἄλλους. Ἐμένα, ὅταν ἦλθα, μοῦ εἶπε νά τραβῶ ἕξι κομβοσχοίνια καί 60 μετάνοιες ἐδαφιαῖες. ῞Οταν ἔγινα μεγαλόσχημος, μοῦ ἔδωσε γιά κανόνα 12 κομποσχοίνια καί 120 μετάνοιες. Τώρα ὅμως δέν κάνω καμμία, οὔτε μία δέν μπορῶ. ῎Εχω πολλές ἐλλείψεις. ῾Ο Θεός νά μέ λυπηθῇ.

-Τώρα στά γεράματα τί προσευχές διαβάζεις, πάτερ Ἐφραίμ;

῞Οταν σηκώνομαι τήν νύκτα, τρεῖς ὧρες πρίν σημάνει ἡ καμπάνα γιά τήν πρωϊνή ἀκολουθία, λέγω τό Τρισάγιο, τίς ἑωθινές προσευχές· «Ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξανιστάμενος..., τόν 50ον Ψαλμό, τόν ῎Αμωμο καί τελειώνω μέ τό Πιστεύω.

Κατόπιν τραβῶ 12 κομποσχοίνια γιά τό Χριστό, δύο στήν ῾Αγία Τριάδα, ἐπειδή ἔχω τήν εἰκόνα της καί πρέπει πάντοτε νά καταφεύγουμε στήν ῾Αγία Τριάδα, στήν Παναγία ἄλλα 2, ἕνα στόν ῞Αγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο ἕνα στόν Τίμιον Πρόδρομο, ἕνα στούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς, ἕνα στούς γονεῖς μου, ἕνα στούς κοιμηθέντας ἀδελφούς, καί τό τελευταῖο τό τραβῶ ἀπαραιτήτως γιά τόν Γέροντα καί τήν Ἀδελφότητά μας.

Τό ἀπόγευμα, ἀφοῦ κοιμηθῶ λίγο καί σηκωθῶ, ἔχω ἄλλη τακτική. Κατ᾿ ἀρχήν λέγω τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ὕστερα τούς χαιρετισμούς τοῦ Χριστοῦ καί στήν συνέχεια διαβάζω προσευχές ἀπό τό Προσευχητάριο. Αὐτό τό βιβλίο εἶναι διῃρημένο σέ ἑπτά τμήματα, τό καθένα ἀπό τά ὁποῖα ἀντιστοιχεῖ σέ μία ἡμέρα. ῎Ετσι διαβάζω γιά κάθε ἡμέρα διαφορετικές προσευχές, οἱ ὁποῖες πολύ μέ ὠφελοῦν καί κατανύσσουν. Μερικές ἀπ᾿ αὐτές τίς ἔμαθα ἀπ᾿ ἔξω.

Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ, ὅτι ὁ π. 'Εφραίμ ὅλες αὐτές τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια τά κάνει ὄρθιος, στηριζόμενος σέ ἕνα ξύλο σχήματος ταῦ. Παρ᾿ ὅτι τόν πονοῦν τά πόδια του, δέν συγκατατίθεται νά καθίσῃ λίγο. Τοῦ εἶπα κάποτε:

-Τώρα ἐγέρασες πάτερ Ἐφραίμ, νά κάθεσαι λίγο, ὅταν κάνῃς τόν κανόνα τῆς προσευχῆς σου.

-Ἔεε δέν πρέπει, μοῦ λέγει, εἶναι Κανόνας. Ἀφοῦ μέ κρατοῦν ἀκόμη τά πόδια μου, θά στέκωμαι ὄρθιος. Μόνο ὅταν ἔχουμε Θεία Μετάληψι, διαβάζω τήν νύκτα στό κελλί μου τίς εὐχές τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἀλλά κάθομαι λίγο, διότι εἶναι πολλές καί κουράζομαι.

-Ποιό εἶναι τό καταστάλγμα τῆς ἐπί 70 περίπου χρόνια, διαβιώσεώς σας στό ῞Αγιο ῎Ορος, πάτερ 'Εφραίμ;

Τό καταστάλγμα εἶναι μηδέν. Τίποτα δέν ἐκάναμε. Κάποτε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ, ρώτησε τό Γέρο-Ἰάκωβο Διονυσιάτη, σπουδαῖο Μοναχό, χρηματίσαντα καί Πρωτεπιστάτη στήν ῾Ιερά Κοινότητα, πρό τοῦ θανάτου του:

-Τί κάνεις πάτερ Ἰάκωβε;

-Τίποτε δέν κάνω, πάτερ Βαρλαάμ, μόνο αὐτά τά βράχια πού φυλάγουμε ἐδῶ, νά ὑπολογίσῃ ἡ Παναγία μας.

῎Ετσι λέω κι ἐγώ. Ἀπό ἔργα δέν ἔχω τίποτα. Ἐλπίζω μόνο στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιά τά χρόνια πού ἔμεινα ἐδῶ, δέν θέλω νά μέ πληρώσῃ, γιατί δέν τό ἀξίζω, ἀλλά ἄς μοῦ  δώση καί τό πιό ἐλάχιστο καί αὐτό ἀπό τήν πολλή Του ἀγαθότητα, καί ὄχι γιά τά χρόνια πού ἔζησα ἐδῶ.

Δέν ἔχω καλό ἔργο νά σᾶς δείξω. Οὔτε εἶμαι σέ θέσι ἐγώ νά σᾶς συμβουλεύσῳ.

Εχουμε τόσα βιβλία, Γεροντικά, Πατερικά, ὁ Εὐεργετινός, ὁ ῞Αγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος καί ἄλλα βιβλία.Σέ κάποιο μέρος λέγει ὁ ῞Αγιος Συμεών ὁ Θεολόγος: "Ἀπόκτησε τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί αὐτή θά σέ διδάξη τί νά κάνῃς. Καί νά θέλεις νά ἁμαρτήσῃς, ὅταν ἡ χάρις σέ ἐπισκιάσῃ, δέν σέ ἀφήνει νά πέσῃς".

-Μποροῦμε κ ἐμεῖς σήμερα νά ἀποκτήσουμε τά δάκρυα, τό πένθος καί τήν συνεχῆ μετάνοια πού εἶχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες;

῞Οποιος θέλει μπορεῖ. ῾Η Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν. Αὐτά εἶναι ἐσωτερικός θησαυρός καί ἀσύληπτος ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά τά ἀποκτήσῃ μέ τήν βοήθεια ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλά μόνο μέ τήν ἐνοικοῦσα στήν καρδιά Χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Νά βαδίζουμε πάντα ἐπιτελῶντας τό καλό καί προσέχοντας νά μή μᾶς ἐ agioritikesmnimes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ