2013-02-07 12:54:02
Φωτογραφία για Κρατά το προικιό της μάνας ... για το χατίρι ενός χωριού
της Κορίνας Καφετζοπούλου

«Σηκωτό» τον πήραν από το Κοκκίνι Χάνι, το Δημήτρη Τζαγάκη, οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι του Καινούριου Χωριού, για να ανοίξει ξανά το καφενείο που είχε ο πατέρας του, όταν απεβίωσε ο τελευταίος ιδιοκτήτης που το είχε, επί 20 συναπτά έτη.

Ήταν το τελευταίο καφενείο του χωριού, πέθανε ο Μιχάλης Αμαργιανιτάκης (Πούλακας) θα πέθαινε και το χωριό;

Όχι, αυτό δεν γινόταν, διότι το οριστικό λουκέτο αυτού του μικρού καφενέ, με τη φωτογραφία του Ελευθέριου Βενιζέλου μέσα, θα σήμαινε και το οριστικό τέλος ενός ολόκληρου χωριού, κι αν θέλετε, και της σύγχρονης ιστορίας του, από τον πόλεμο και μετά. Και αυτό δεν το ήθελε κανείς από την περιοχή.

Μπορεί στα σοκάκια να μην κυκλοφορεί κόσμος , μπορεί στα ενετικά και τα τούρκικα χαλάσματα να μην υπάρχει ψυχή, μόνο η μυρωδιά της λήθης.

Μπορεί να μην βλέπεις μπουγάδες απλωμένες , και γυναίκες να σκουπίζουν με την παρασύρα, ούτε να ακούς παιδικές φωνές, αλλά να μην υπάρχει ανοικτό καφενείο στην περιοχή; Ε, αυτό πάει πολύ!


Το Καινούριο Χωριό δεν είναι μακριά από το Ηράκλειο, είναι στο δρόμο προς την Επισκοπή, το «μπαλκόνι» του Ηρακλείου όπως συνηθίζουν να το λένε, αλλά είναι μόνο. Σχεδόν ερειπωμένο… Όπως και τα γειτονικά χωριά.

Λίγοι οι μόνιμοι κάτοικοι, περίπου 80, οι περισσότεροι μεγάλοι σε ηλικία. Η πλειοψηφία επέλεξε να μείνει στο Ηράκλειο, στο παρελθόν.

Εντυπωσιακή λεπτομέρεια. Σχεδόν όλα τα σπίτια έχουν, το σκουριασμένο, αριθμό τους

Πάνε τα πανηγύρια και οι χαρές, χρόνια τώρα… Και τα γλέντια με το Νίκο Ξυλούρη και το Βασίλη Σκουλά, τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα στο εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας που είναι κρυμμένο σε μια σπηλιά...

Εκεί πήγαιναν κι έκαναν την προσευχή τους οι Χριστιανοί για να γλυτώσουν από τις χατζάρες των Τούρκων, επί τουρκοκρατίας. Λέγεται ότι το όνομά της, αυτή η αυτοσχέδια εκκλησία το φέρει από τη λαχτάρα για λευτεριά για ανάσταση από τον τούρκικο ζυγό.

Ποιος ξέρει; Τα χαλάσματα μόνο … και αυτά σιωπούν.

Ενετικά και τούρκικα χαλάσματα αντικρίζεις στο Καινούργιο Χωριό. Στην απογραφή του 1834, 20 ήταν τα Χριστιανικά σπίτια και 20 τα τούρκικα. Μερικά στέκουν ακόμα

Ακόμα με αναπνοή, το Καινούριο Χωριό, προσπαθούν να κρατήσουν οι λιγοστοί κάτοικοι λοιπόν, ο Πολιτιστικός Σύλλογος της περιοχής, αλλά και άνθρωποι που έφυγαν από εκεί, αλλά αγαπάνε τον τόπο τους και το δείχνουν. Πολλοί ακόμα διατηρούν εκεί και τις περιουσίες τους.

Ίσως αυτή η ανατριχιαστική ησυχία να έτυχε την ημέρα της δικής μου επίσκεψης. Όταν έφτασα ήταν ακόμα πρωί. Ο ψωμάς είχε κάνει μια μικρή στάση για να πουλήσει ψωμί.

Θαρρώ κάποιον είδα να αγοράζει ένα καρβέλι και εγώ ένα κουλούρι. Η δεύτερη κίνηση, να βρω καφενείο, για αυτόν το δεύτερο ελληνικό που λαχταρώ να πιω με την ησυχία μου, το πρωί.

Το καφενείο όμως ήταν είναι κλειστό. "Κλειστό!" - αναφώνησα δυνατά σκεπτόμενη ότι δυο είναι τα τινά. Ή ο καφετζής είναι εκατομμυριούχος ή ότι εγώ ήμουν απλά άτυχη!

Αν δεν ήταν μαζί μου ο δάσκαλος , άνθρωπος που λατρεύει τον τόπο που γεννήθηκε και κατέγραψε την ιστορία του, θα αναγκαζόμουν να ξεκινήσω συνομιλία με τις γάτες , που ομολογώ ότι ήταν και καλοαναθρεμμένες!

Συνέχισα τη δουλειά μου περπατώντας παρέα με το συνταξιούχο δάσκαλο με καταγωγή από το χωριό, Γιάννη Τζαγάκη, ξάδερφο του καφετζή (δεν το ήξερα ακόμα).

Ύστερα από περίπου δύο ώρες περπατήματος για το σκοπό που είχα πάει, "κουτούλησα" με τον καφετζή που εκείνη την ώρα άνοιγε το μαγαζί.

Ευτυχώς ο κ. Δημήτρης αποδείχθηκε «δικός μου» άνθρωπος αλλιώς θα είχα «πληρώσει» τον αυθορμητισμό μου -Συγνώμη, στις έντεκα παρά τέταρτο ανοίγετε εσείς το μαγαζί σας; Τι είναι αυτή η ώρα; (Η στέρηση της συνήθειάς μου, με είχε φέρει στα όρια…)

-Εγώ ανοίγω ό,τι ώρα θέλω αφού δεν έχω πελάτες τέτοια ώρα! Τι να ανοίξω να κάνω; Βλέπεις κανέναν να κυκλοφορεί στο δρόμο; Σε ποιον να φτιάξω καφέ;

-Σε μένα!

Από το ζόρι μου δεν είπα ούτε ότι τον πίνω σκέτο. Γλυκό, μου τον έφτιαξε… Το κατάλαβε από το μορφασμό μου, εκείνη την ώρα όμως τον έπινα και "πετιμέζι" και παραδόξως και μονορούφι!

Κάπως έτσι αρχίσαμε να τα λέμε με τον κ. Δημήτρη. Χωρατατζής ευτυχώς και αισθηματίας, και αυτός αγαπάει το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, για αυτό και παραμένει εκεί , μόνο για τους συγχωριανούς του, αφού κέρδος –οικονομικό- δεν έχει. Αλλά είναι ότι εκεί μόνο νιώθει, ακόμα παιδί.

Μου είπε για την ιστορία του καφενείου και εν μέρει και του χωριού.

Το άνοιξε ο πατέρας του, ο Εμμανουήλ Τζαγάκης του Γεωργίου, λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο με έναν συγχωριανό, που πολέμησε στην Αλβανία και έμεινε στα Ψαχνά στην Εύβοια, και επέστρεψε όταν οι Γερμανοί έφυγαν από το χωριό.

H πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου κ. Ταμπακάκη και ο συνταξιούχος δάσκαλος κ. Γιάννης Τζαγάκης

"Προικιό" της μάνας του, το οίκημα,από τον πατέρα της, το Γιάννη Λασηθιωτάκη (Λασηθιωτο-Γιάννη).

Παλιά φωτογραφία, τρίτος απο αριστερά ο πατέρας του κ. Δημήτρη,Μανώλης και ακριβώς δίπλα του, ο παππούς του και κοινοτάρχης,Γιώργος Τζαγάκης

Εκεί πήγαινε και ο άλλος ο παππούς που, από την πλευρά του πατέρα του, ο Γεώργιος Τζαγάκης του Εμμανουήλ που ήταν μάλιστα και ο πρώτος πρόεδρος της κοινότητας του χωριού , που ιδρύθηκε το 1931.

Εκείνες τις εποχές το καφενείο που ήταν και μπακάλικο άνοιγε από τις 6 το πρωί.

Πέντε καφενεία είχε το χωριό και 340 μόνιμους κάτοικους και δούλευαν όλα.

Όταν πέθανε ο πατέρας του, το καφενείο (το πιο βενιζελικό από όλα) το πήρε ο Πούλακας. 20 χρόνια το είχε και έμεινε στο τέλος, το μόνο ανοικτό, στο χωριό. Πριν τρία χρόνια επέστρεψε και ο ίδιος, εκεί όπου τον ανάθρεψε ο πατέρας, για να κάνει ... το χατίρι των λιγοστών κατοίκων.

"Όταν πέθανε αυτός που το είχε, ήρθαν στο μαγαζί μου, στην περιοχή Κοκκίνη Χάνι, από το χωριό για να με βρουν λέγοντας μου: «Έλα να ανοίξεις το καφενείο διότι είναι κλειστό το χωριό!»

Και όντως όταν το άνοιξα ξανά, πήρε ζωή το χωριό… Έχουν γίνει εδώ γλέντια που δε φαντάζεστε και λύρα και τραγούδι, το κέντρο διασκεδάσεως ήταν εδώ … μη βλέπετε τώρα".

Εκεί υπήρχε και ένα βαρέλι 500 κιλών που ποτέ δεν άδειαζε από κρασί. Οίνο, ρακή και πατάτες το μαγαζί αυτό πάντα είχε. Το βαρέλι έφυγε αλλά τα υπόλοιπα είναι εκεί ακόμα…

Η ίδια ξυλόσομπα στο ίδιο μέρος από το 1950

Και η ξυλόσομπα είναι εκεί, από τότε, για να ζεσταίνει ψυχές και... πατάτες.

Διότι παρέες γίνονται ακόμα, μόνο τα βράδια, λιγοστές... αλλά ακόμα οι άνθρωποι ανταμώνουν, και λέγονται ιστορίες, απωθημένα και μαντινάδες όπως ετούτη που είπε ο δάσκαλος:

"Που ’ναι τα περαζούμενα

Που ’ναι τα περασμένα

‘Αχι και να γυρίζανε

το χρόνο, μιαν ημέρα"

Ίσως την άλλη φορά εκεί πάμε βράδυ και αντί για καφέ να πιούμε μια κούπα κρασί, στην υγειά των περαζούμενων….

madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ