2016-12-28 21:17:08
Φωτογραφία για Στον Κοκκινόβραχο του Λεωνιδίου, με τον Μάικ και τη Μαρία
Γύρω λουλούδια στη λιακάδα, η ησυχία της ερημιάς, η μυρωδιά του χόρτου. Αφήνουμε το μονοπάτι που πάει στα πεδία και, στρίβοντας στην κόψη του βράχου, περνάμε προς τη χαράδρα με τον Μάικ, γερμανό κορυφαίο αναρριχητή, και την αρχιτέκτονα αναρριχήτρια Μαρία.

Κρατάμε τσεκούρι, πριόνι και κόκκινο σπρέι για τη διάνοιξη και το σημάδεμα μονοπατιού. Ο Μάικ έχει βρει έναν καινούριο αρνητικό κόκκινο βράχο με σταλακτίτες και ανοίγει διαδρομές, για να γίνει εδώ ένα καινούριο πεδίο. Τρυπάει με τρυπάνι και τοποθετεί κάθε δύο μέτρα τις μόνιμες πλακέτες όπου θα ασφαλίζονται ανεβαίνοντας οι αναρριχητές, περνώντας με ανοιγόμενους κρίκους το σκοινί τους από μέσα.

Κάτω βλέπουμε δεξιά μας τη θάλασσα, γαλανές μοναχικές παραλίες με βοτσαλάκια και το παλιό λιμάνι , πιο κει τα σπίτια με τις κεραμοσκεπές του παραδοσιακού οικισμού του Λεωνιδίου, φυσικά το φαρδύ ποτάμι με τα γεφύρια που χωρίζει νοσταλγικά την πόλη στα δύο, στο βάθος καταπράσινα βουνά και αριστερά μας τον κάθετο Κοκκινόβραχο του Λεωνιδίου, γεμάτο τώρα από αναρριχητές απ' όλο τον κόσμο. Ανέβηκαν εδώ κουβαλώντας στα σακίδιά τους σκοινιά, αναρριχητικά παπούτσια, κρίκους ασφάλισης, σκόνη μαγνησίας για τα δάχτυλα, νερό και σοκολάτες.


Εμείς σήμερα δε θα σκαρφαλώσουμε, φτιάχνουμε το μονοπάτι. Στήνουμε κούκους από πέτρες, ψεκάζουμε μια κόκκινη τελεία με το σπρέι σε κάθε αλλαγή κατεύθυνσης, κόβουμε τα κλαριά και στρώνουμε τις πέτρες και το χώμα στα περάσματα. Κάθε τόσο κοιτάμε τους άλλους στα πεδία, απέναντι, με τα χοντρά τους δάχτυλα κολλημένα σε ανεπαίσθητες πτυχούλες των τεράστιων επίπεδων βράχων και τα πόδια τους γαντζωμένα γαμψά σε σημεία που φαίνεται να μην έχει τίποτα να γαντζωθείς, άλλους με πολύχρωμα μπλουζάκια και άλλους με γυμνές, σφιχτοδεμένες από την κούραση και την προσπάθεια πλάτες.

Κάπου-κάπου, πνιχτά μέσα από φτερουγίσματα πουλιών, ακούγονται δυνατές κραυγές, δεν ξέρεις αν είναι θρίαμβος ή παράπονο, μια πτώση ενός γυμνασμένου κορμιού, ένα σύρσιμο του σκοινιού και τα βουβά λόγια που αιωρούνται: «Εμείς δε φτιαχτήκαμε παρά για τη σκληράδα του βράχου».

Πριονίζω μέχρι που πιάνονται τα χέρια μου, έχω χτυπήσει το πόδι μου και έχω γεμίσει χώματα. Μόλις τα ροδογάλανα σύννεφα αρχίσουν να μαυρίζουν και το φως να μειώνεται, το μυαλό μου κατηφορίζει προς τη σπιτική ταβέρνα του χωριού.

«Θα 'ρθεις;» ρωτάω τον Μάικ.

«Γιατί;» ρωτάει ήρεμα. «Υπάρχει κι εδώ φαγητό».

Μασουλάει κριτσίνια και μπανάνα. Βγάζει το φακό του και σκαρφαλώνει πάλι στο βράχο με το τρυπάνι να κρέμεται στη μέση του. Χαμογελώντας αφήνω το πριόνι και ξεκινάω με τη Μαρία για κάτω, προς τα κει που θα φανούν σε λίγο μακρινά τα φώτα.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ