2013-02-21 14:37:03
Φωτογραφία για Τι προβλέπει απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων (115/2012) για την υποχρεωτική παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών-απαλλαγή
Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών

Καμία κρατική αρχή ή όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει στο απαραβίαστο της συνείδησης του ατόμου και να αναζητά το θρησκευτικό του φρόνημα ή να επιβάλει την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του αναφορικά με το Θείο, εκτός αν το άτομο οικειοθελώς γνωστοποιεί το θρήσκευμά του προς τις κρατικές αρχές για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων, που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας. Επειδή το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα χαρακτηρίζεται από το Σύνταγμα ως Επικρατούσα Θρησκεία, ως ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης νοείται η σύμφωνη με τις αρχές του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος διδασκαλία. Ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, όπως καταστρώνεται στα αναλυτικά προγράμματα, δεν αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό
. Δεν νοείται απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών για μαθητή χριστιανό ορθόδοξο, γιατί η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης είναι συνταγματική επιταγή δεσμευτική τόσο για την πολιτεία, όσο και για τον αποδέκτη αυτής μαθητή ορθόδοξο χριστιανό. Οι διευθυντές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οφείλουν να ελέγχουν τη σωστή λειτουργία των σχολείων ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 16 § 2 του Συντάγματος για την υποχρεωτική παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών από τους μαθητές ορθόδοξους χριστιανούς και για τον αποκλεισμό απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών μαθητών για άλλους λόγους πλην αυτών της θρησκευτικής συνείδησης.

Καθηγητές θεολογίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Χανίων προσέφυγαν κατά α) του Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και β) του Προισταμένου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Χανίων.Η αίτηση αυτή στρέφεται κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρός απόρριψης της υπ αριθμ. 368-22.1 27-1-2011 αίτησης-ένστασης των αιτούντων προς τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Χανίων(προς ρύθμιση από τον ως άνω Προιστάμενο ζητημάτων που προέκυψαν σε σχολεία της περιοχής ευθύνης του σχετικά με την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, καθώς και κατά κάθε άλλης συναφούς, προγενέστερης μεταγενέστερης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης και ιδίως της τυχόν ρητής απόρριψης της προαναφερόμενης αίτησης).

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου:Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45 του Π.Δ 18/1989, αίτηση ακύρωσης επιτρέπεται μόνο κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δηλαδή των πράξεων, δια των οποίων εκδηλώνεται βούληση διοικητικού οργάνου, σκοπούσα στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων και οι οποίες (πράξεις) είναι δεκτικές άμεσης εκτέλεσης δια της διοικητικής οδού. Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, στις περιπτώσεις που ο νόμος επιβάλλει σε κάποια αρχή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής πράξης, η οποία υπάγεται στους όρους της παρ, 1, η αίτηση ακύρωσης είναι δεκτή και κατά της παράλειψης της αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια (ΣτΕ 3019/2011 στην οποία μνημονεύεται και η ΣτΕ Ολομ. 1886/1967, επίσης πρβλ. ΣτΕ 2274/2011 σκέψη 9η)), η οποία εκδηλούται με την πάροδο άπρακτης της ειδικής προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος, διαφορετικά όταν παρέλθει τρίμηνο από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Διοίκηση (ΣτΕ 2770/2011). Στην περίπτωση δε αυτή παραδεκτώς ασκείται η αίτηση ακύρωσης μόνο εάν κατά το χρόνο της άσκησης της εξακολουθεί να οφείλει η διοικητική αρχή να εκδώσει την εκτελεστή διοικητική πράξη (ΣτΕ 4457/2010).

Από το ισχύον Σύνταγμα 1975/1986/2001, στην κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκληση της «Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 3, ότι: «1, Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της την Εκκλησία του Χριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. . .». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 13 αυτού (η παραγρ. 1 της οποίας δεν υπόκειται σε αναθεώρηση κατ' άρθρο 110 του Συντάγματος) ορίζεται ότι : "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3...». Εκ παραλλήλου, στη διάταξη του άρθρου 16 {παρ. 2) του Συντάγματος, ορίζεται ότι : «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλαση τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Εξάλλου, η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 «περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (φ. 68' Α) και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 (φ. 256' Α) και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ, 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, ορίζοντας η πρώτη παράγραφος του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, ότι «παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν της θρησκείας ή των πεποιθήσεων», η δε δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενο ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημόσιαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων», ενώ με το άρθρο 2 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει ειδικότερα τα εξής: «Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν της μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικός και φιλοσοφικός πεποιθήσεις».

Από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ. 2281/2001, και ΣτΕ 582/2011 όπου μνημονεύεται η προαναφερθείσα) κρίθηκαν τα εξής: Με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ' ενός (παραγρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ' ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παραγρ. 2). Οι διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και επιβάλλεται η ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην απόλαυση όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη καθιερώνεται δηλαδή η θρησκευτική ισότητα, είναι διατάξεις θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες, σύμφωνα με το άρθρο 110 παραγρ.1 του Συντάγματος, σε αναθεώρηση. Εξ άλλου η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας περιορισμός, υποκείμενη συνεπώς μόνον στους περιορισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, ενώ η ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, υπόκειται επί πλέον στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους. Και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυτό της συνείδησης του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο. Διάφορο δε είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίησης του θρησκεύματος του ατόμου, η οποία όμως γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, (π.χ. η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους συνειδησιακής αντίρρησης, η απαλλαγή από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και από συναφείς σχολικές υποχρεώσεις, όπως ο εκκλησιασμός και η ομαδική προσευχή, η ίδρυση ναού ή ευκτήριου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα κλπ.).

Από τις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986/2001, την ισχύουσα κείμενη νομοθεσία, τις κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν, τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των λοιπών δικαστηρίων της Χώρας καθώς και τις εκδοθείσες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως προς το μάθημα των θρησκευτικών ερμηνευτικώς συνάγονται τα εξής: Ο συνταγματικός νομοθέτης ουδεμία μεταβολή επέφερε με την αναθεώρηση του έτους 2001, διατηρώντας από το Σύνταγμα του έτους 1975 ανέπαφη την επίκληση της «Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» στην προμετωπίδα του Συντάγματος, επίσης τη διάταξη του άρθρου 3, και στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος την αναφορά, μεταξύ των στόχων της παιδείας, της ανάπτυξης «θρησκευτικής» συνείδησης, επισφραγίζοντας έτσι, ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξακολουθεί να τελεί σε οργανική σχέση με την ορθόδοξη παράδοση και αναγνωρίζοντας τον υψηλό παιδαγωγικό ρόλο του μαθήματος των θρησκευτικών, όταν μέσα από το μάθημα αυτό προβάλλεται στο χώρο της ελληνικής παιδείας προεχόντως τόσο ο ορθόδοξος χριστιανικός πολιτισμός όσο και ο τρόπος ζωής της ζώσας για όλους σχεδόν τους Έλληνες εκκλησιαστικής παράδοσης. Συνεπώς, ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Χώρας μας επιβάλλει την υποχρέωση και το καθήκον στο Κράτος να εξασφαλίζει στους μαθητές εκτός από τη γενική παιδεία και την ανάπτυξη (της εθνικής και) της θρησκευτικής συνείδησης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται σε επαρκή βαθμό η διδασκαλία του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος. Ο ειδικότερος αυτός σκοπός της παιδείας υλοποιείται με την πρόβλεψη του μαθήματος των θρησκευτικών ως υποχρεωτικού μαθήματος του σχολικού προγράμματος, όπως υποχρεωτική είναι και η παρακολούθηση από τους μαθητές, οι οποίοι ανήκουν στην «κατ' Ανατολάς Ορθόδοξον Χριστιανικήν Εκκλησίαν», του μαθήματος των θρησκευτικών το οποίο, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να διδάσκεται προεχόντως σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας {βλ. ΣτΕ 2176/1998, 3356/1995 και σκέψεις 10η, 11η και 12η της παρούσας, επίσης, Δ.Εφ.ΑΘ. 2704/1987. Πρβλ. ενδεικτικά και I. Μ. Κονιδάρης, «Η συνταγματική επιταγή για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως», π. Σύναξη, τεύχ. 65 (1998) σ, 37, όπου υποστηρίζεται, ότι το μάθημα των θρησκευτικών «πρέπει να εξακολουθήσει να διδάσκεται ως υποχρεωτικό, διότι η Ορθοδοξία αποτελεί διάσταση της εθνικής μας ταυτότητας, είναι συνυφασμένη με την ιστορία του ελληνικού έθνους, αποτελεί ταυτόχρονα πολιτισμικό μέγεθος και ότι το μάθημα βοηθά το μαθητή σε γενικότερους προβληματισμούς...», επίσης, Αν. Ν. Μαρίνου «Το Συμβούλιο της Ευρώπης, η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών και η δημοκρατία» στο [email protected], του ιδίου «περί μαθήματος των Θρησκευτικών», π. Τόλμη Δεκέμβριος 2006, σ. 46-51, του ιδίου «Παρατηρήσεις στο Πρακτικό επεξεργασίας Αριθ. 347/2002, Τμ. Ε' του Συμβουλίου της Επικρατείας» στα Νομοκανονικά 1/2003 εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα σ, 161-165, επίσης, Γ. Ηλ. Κρίππα, «Το Μάθημα των θρησκευτικών από απόψεως νομικής και εγκληματολογικής» π. «Κοινωνία» τ. 2/2011 σ. 162 επ., του ιδίου «Η συνταγματική κατοχύρωσης του μαθήματος των θρησκευτικών παρ' ημίν και εν τη αλλοδαπή» π. Θεολογία 71/2001 (τ.1), Αθήνα σ. 211-354, επίσης, Κ. Χ. Χρυσογόνου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ, 275 επ., του ιδίου «Θρησκευτική εκπαίδευση και επικρατούσα θρησκεία» π. ΤοΣ 1999 σ. 993-1024}. Η εν λόγω ερμηνευτική παραδοχή είναι συμβατή και με την ΕΣΔΑ {βλ. ενδεικτικά, ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Grzelak κατά Πολωνίας της 15ης Ιουνίου 2010, όπου το Δικαστήριο επισημαίνει, ότι ανάγεται στο εθνικό περιθώριο εκτίμησης, που αναγνωρίζεται στα κράτη κατ' άρθρο 2 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου να αποφασίσουν εάν θα εισαγάγουν το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία και ποιο ειδικότερο σύστημα θα υιοθετήσουν, επίσης, ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Folgero and Others κατά Νορβηγίας της 29ης Ιουνίου 2007, όπου το Δικαστήριο, αφού εξέθεσε τη νομολογία του όσον αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 2 του 1ου πρόσθετου πρωτοκόλλου, έκρινε, ότι η ποσοτική υπεροχή της διδασκαλίας της χριστιανικής θρησκείας στο σχολικό πρόγραμμα δεν συνιστά από μόνη της παραβίαση της διάταξης, ενόψει και της σημασίας του χριστιανισμού στην ιστορία και την παράδοση της χώρας, όμως, η μεγάλη ποσοτική υπεροχή σε συνδυασμό με τη θέση στόχων, όπως η χριστιανική και ηθική ανατροφή των μαθητών και η απόκτηση βαθειάς γνώσης της χριστιανικής μόνο θρησκείας σε αντίθεση με τις άλλες θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα, θα μπορούσε να μην συνιστά παραβίαση της διάταξης μόνο εάν προβλεπόταν ικανοποιητικό σύστημα εξαίρεσης των μαθητών με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις από το επίμαχο μάθημα, (και εν προκειμένω προβλέπεται τέτοια απαλλαγή όπως αναφέρεται σε κατωτέρω εκτιθέμενη σκέψη της παρούσας), επίσης, ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Kjeldsen, Busk, Madsen και Pedersen κατά Δανίας της 7ης Δεκεμβρίου 1976 και ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Hassan και Eylem Zengin κατά Τουρκίας της 9ης Ιανουαρίου 2008. Σ' αυτές, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, «το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου δεν εμποδίζει τα κράτη να μεταδίδουν, με τη διδασκαλία ή την εκπαίδευση, πληροφορίες ή εξουσιοδοτεί επίσης τους γονείς να αντιτίθενται στην ένταξη παρόμοιας διδασκαλίας ή εκπαίδευσης στο σχολικό πρόγραμμα, γιατί διαφορετικά, κάθε καθιερωμένη διδασκαλία θα διέτρεχε τον κίνδυνο να μείνει ανεφάρμοστη..», απαγορεύοντας, το Δικαστήριο στα Κράτη «να ακολουθούν ένα σκοπό υποταγής των παιδιών σε μια θεωρία που να μπορεί να θεωρηθεί ως μη σεβόμενη τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων», επίσης, ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Βαλσάμης και λοιποί κατά Ελλάδος, και πάντως «Για τις ανάγκες του άρθρου 2 του πρώτου πρόσθετου στην ΕΣΔΑ πρωτοκόλλου, πεποιθήσεις των γονέων είναι εκείνες που δεν έρχονται σε αντίθεση με το θεμελιώδες δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση», ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Bernard and others κατά Λουξεμβούργου της 8ης Ιουνίου 1993, διευκρινίζοντας, ότι υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ οι θρησκευτικές πεποιθήσεις έχουν περιεχόμενο ταυτόσημο με τη θρησκεία- ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Cambell et Cosans, 25.2.1982, serie A ar. 48, par. 36, επίσης, βλ. τη συναφή ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Lautsi κατά Ιταλίας της 18ης Μαρτίου 2011 (ανέτρεψε την απόφαση του Τμήματος της 3ης Νοεμβρίου 2009). Με αυτή το Δικαστήριο κρίνει, ότι η έκθεση αυτού του συμβόλου (του Εσταυρωμένου) το οποίο παραπέμπει ευθέως στο χριστιανισμό, στις δημόσιες σχολικές αίθουσες, δίνει μεν στην πλειοψηφική εκκλησία της χώρας μια «υπερισχύουσα παρουσία στο σχολικό περιβάλλον», «αυτό δεν αρκεί ωστόσο για να χαρακτηριστεί ως μια προσπάθεια κατήχησης από την πλευρά του κράτους», υπενθυμίζοντας το Δικαστήριο στο σημείο αυτό mutatis mutandis, τις αποφάσεις του Folger και Zengin, οι οποίες προαναφέρθηκαν. Επίσης, βλ. Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία θεωρεί απαραίτητη θρησκευτική αγωγή με έμφαση στην τοπική θρησκευτική παράδοση, χωρίς όμως να δημιουργούνται προϋποθέσεις μισαλλοδοξίας και φανατισμού και, τέλος, για τα ισχύοντα ως προς το μάθημα των θρησκευτικών σε άλλες χώρες, όπου το υποχρεωτικό αυτού και με περιεχόμενο προεχόντως υπέρ συγκεκριμένου δόγματος απαντάται και σε άλλες χώρες βλ. Ο. ΓΡΙΖΟΠΟΥΛΟΥ «Η Θρησκευτική Εκπαίδευση (ΘΕ) και το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΘΜ) στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (απόπειρα χαρτογράφησης με βάση στοιχεία του 2007 και 2008», Νοέμβριος 2008, http://dide,ach.gr/thriskeftika/news/Grizopoulou_Xartografhsh.doc, επίσης, βλ. http://www.pischoois.gr/lessons/religious/analekta/70.pdfI.riAKrAZOrAOY}. Υπό την ως άνω ερμηνευτική παραδοχή, και σε εκτέλεση της συνταγματικής, επιταγής του άρθρου 16 παρ. 2, όπως ανωτέρω έγινε δεκτό, το μάθημα των θρησκευτικών α) συμβάλλει με τα άλλα μαθήματα, σύμφωνα με τον ισχύοντα Ν. 1566/1985, στην εκπλήρωση του γενικού σκοπού της παιδείας, που είναι εκτός των άλλων, «η ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των μαθητών....σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες» (άρθρο 1), και β) εκπληρώνει και τον ειδικό σκοπό που είναι να βοηθά την παιδεία να εκπληρώνει το συνταγματικό σκοπό που είναι η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών» (άρθρο 16 παρ.3 Σ). Ειδικότερα, με το Ν. 1566/1985 ο ως άνω συνταγματικός σκοπός της ελληνικής παιδείας συγκεκριμενοποιείται ακόμα περισσότερο, στη βοήθεια που παρέχει η παιδεία στους μαθητές, προκειμένου «να διακατέχονται από πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης» (άρθρο 1α). Ο ίδιος Ν. εξειδικεύοντας το σκοπό της παιδείας υπογραμμίζει, ότι το σχολείο βοηθά τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες» ώστε να δυνηθούν με αυτές «να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους», συνειδητοποιώντας «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες» (άρθρο 6 παρ. 2). Επίσης, στο Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά του 1998, ως σκοπός της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών ορίζεται η «καλλιέργεια του ορθόδοξου εκκλησιαστικού χριστιανικού φρονήματος και η πορεία της ζωής των μαθητών σύμφωνα με αυτό» καθώς και η καθοδήγηση τους «στη σωστή κοινωνικοποίηση» (βλ. Ενιαίο Λύκειο, Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών, εκδ. Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 1998, σ. 307). Περαιτέρω, στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.), όπως ρυθμίζεται με την αριθμ. 21072α/Γ2/2003 απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, α) τονίζεται, ότι η σύγχρονη πραγματικότητα «απαιτεί την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, δεξιοτήτων επικοινωνίας, συνεργασίας και συμμετοχής όλων στις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις» (βλ. ΦΕΚ Β' 303 σ. 3735), β) επισημαίνεται, ότι «σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ρευστότητας, η κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου και η πορεία του προς την αυτογνωσία απαιτούν ευρεία και διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση» (σ. 3736), ότι για την επίτευξη μιας «αρμονικής κοινωνικής ένταξης και συμβίωσης είναι απαραίτητο κάθε άτομο να μάθει να συμβιώνει με τους άλλους σεβόμενο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους», διατηρώντας ωστόσο «την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής, πολιτισμικής, γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής» (σ. 3735). Ειδικότερα στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών, που αφορά στο μάθημα των θρησκευτικών, αναφέρεται ότι «η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών, όπως αναγνωρίζεται και διεθνώς, συνιστά όρο της ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης και έχει ύψιστη κοινωνική σημασία», υπογραμμίζοντας, ότι το μάθημα των θρησκευτικών «συμβάλλει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων» (σ. 3867) και ότι με τη διδασκαλία του «οι μαθητές επιδιώκεται να αξιοποιήσουν την προσφορά του μαθήματος, ώστε να ευαισθητοποιηθούν απέναντι στον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό και να βοηθηθούν να πάρουν έμπρακτα θέση»(σ. 3893). Περαιτέρω, και υπό την εκδοχή, ότι οι προαναφερθείσες κανονιστικές πράξεις της Πολιτείας για την κατάρτιση του προγράμματος σπουδών (οι εν λόγω πράξεις, όπως εκτίθενται στη 13η σκέψη της παρούσας υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας και με το υπό κρίση δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης δεν προβάλλονται λόγοι παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτών) με βάση τα οποία, κατ' άρθρο 60 του Ν.1566/1985, έχουν συγγραφεί τα βιβλία του μαθήματος των θρησκευτικών, εκδίδονται με γνώμονα την ως άνω εκ του Συντάγματος επιβαλλόμενη επιταγή και υλοποιούν τον εκτελεστικό αυτού νόμο 1566/1985, αναγνωρίζεται, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα, η αξία και η αναγκαιότητα της θρησκευτικής αγωγής στο σχολείο, η οποία επιβάλλεται να μην είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και τη θρησκευτική συνείδηση του τόπου στον οποίο οι μαθητές ζουν και αναπτύσσονται. Με αυτό δε το περιεχόμενο {όπως προκύπτει και από τα κατ' επίκληση προσκομισθέντα και αποτελούντα στοιχεία της δικογραφίας βιβλία του μαθήματος των θρησκευτικών που διδάχθηκαν κατά τη σχολική περίοδο 2010-2011, με ενδεικτική παράθεση του περιεχομένου του βιβλίου Α' Γενικού Λυκείου με τίτλο «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ» με τα Κεφάλαια που είναι τα εξής:Α': Η Λατρεία μας διδάσκει την Πίστη, Β': Ιστορία και περιεχόμενο των μυστηρίων, Γ':Σύγχρονο1 λειτουργικοί προβληματισμοί, και Ε': Νέες θρησκευτικές διδασκαλίες και λατρείες, με επί μέρους ενότητες: 39. Οι αιρέσεις του 20ου αιώνα. Μια απειλή και μια πρόκληση. 40. Τέσσερα παραδείγματα-προκλήσεις.41.0ι Μάρτυρες του Ιεχωβά} το μάθημα των θρησκευτικών, και σε συνδυασμό με τη συνταγματική επιταγή περί προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 παρ.1 Σ), δεν αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας (βλ. ΕυρΔΔΑ, Αποφάσεις Folgero και Zengin, ως ανωτέρω, όπου κρίθηκε ότι αν και το περιεχόμενο του προγράμματος ενός μαθήματος «χριστιανισμού, θρησκείας και φιλοσοφίας», και «θρησκευτικός πολιτισμός και ηθική» αφιέρωναν μεγαλύτερο μέρος στην εκμάθηση του χριστιανισμού και του ισλάμ αντίστοιχα, από ό,τι στις άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες, αυτό δεν συνιστούσε καθεαυτό μια παραβίαση των αρχών του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας ούτε οδηγούσε σε κατήχηση, λαμβανομένου υπόψη της θέσης του χριστιανισμού στην ιστορία και στην παράδοση της Νορβηγίας και του ότι η μουσουλμανική θρησκεία ασκείται από την πλειοψηφία του πληθυσμού στην Τουρκία, αντίστοιχα -βλ. παρ. 70-72 απόφασης), αλλά ακριβώς τις θεμελιώνει, ο δε υποχρεωτικός χαρακτήρας του όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά επισφραγίζει το σεβασμό των οποιωνδήποτε διαφορετικών πεποιθήσεων, όπως και ιστορικά αναδεικνύεται η μακρά συνύπαρξη με αλλόφυλους και αλλόθρησκους. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος, (βλ. και το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ καθώς και το άρθρο 2 του 1ου πρόσθετου πρωτοκόλλου) οι άθρησκοι, οι αλλόθρησκοι και οι ετερόδοξοι μαθητές (βλ. και άρθρο 14 παρ. 17 του Ν. 1566/1985, σύμφωνα με το οποίο οι ετερόδοξοι μαθητές, Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες, έχουν μάλιστα τη δυνατότητα διδασκαλίας ιδιαίτερου ομολογιακού θρησκευτικού μαθήματος) έχουν δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών αλλά μόνο όταν συντρέχουν στο πρόσωπο τους λόγοι θρησκευτικής συνείδησης τους οποίους οφείλουν να επικαλούνται οι ίδιοι ή οι γονείς τους (ότι δηλαδή είναι άθεοι, αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι). Στην περίπτωση αυτή, οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων στα πλαίσια των καθηκόντων τους κατ' εφαρμογή των κείμενων διατάξεων (βλ. σκέψη 14η της παρούσας) οφείλουν να ελέγξουν τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων (λόγων) απαλλαγής, ότι δηλαδή πρόκειται για άθεο ή αλλόδοξο ή ετερόθρησκο μαθητή. Τόσο δε η κατά τα ανωτέρω δήλωση όσο και η έρευνα του αληθούς και της ακρίβειας αυτής από το Διευθυντή του σχολείου δεν αντίκειται στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η δήλωση γίνεται με πρωτοβουλία του μαθητή ή του γονέως αυτού και για την άσκηση του δικαιώματος που του αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, {βλ. Ολ. ΣτΕ 2281/2001 και λοιπές αποφάσεις ΣτΕ στη σκέψη 11η της παρούσας, ενδεικτικά, βλ. και Γ.Η.Κρίππα «Αποτελεί ψευδή δήλωση προς δημόσιαν αρχήν η αίτηση απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών υπό ορθοδόξων μαθητών» π. ΕΔΔΔΔ 1/2011 σ. 267 επ., ). Ούτε στο άρθρο 9 παρ, 2 της ΕΣΔΑ αντίκειται, αφού ο εν λόγω περιορισμός προβλέπεται από την παγιωθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως εκτίθεται σε προηγούμενη σκέψη, (πρόβλεψη από το νόμο όπου συγκαταλέγεται και η σταθερή νομολογία), με τον περιορισμό αυτό επιδιώκεται θεμιτός σκοπός, που επίσης κατά τη νομολογία του ΣτΕ είναι να διευκολυνθούν οι εν λόγω μαθητές να απολαύσουν "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης τους, αλλά και προς προστασία του δικαιώματος τρίτων που είναι, η κατά τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 16 παρ. 2 ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών προεχόντως κατά τη χριστιανική διδασκαλία και αυτό (που συνιστά και την αναγκαιότητα του ως άνω περιορισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία) υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια των ελληνικών αρχών (περιθώριο εκτίμησης) που κατά τη νομολογία του ΕυρΔΔΑ πρέπει να αναγνωρίζεται στα συμβαλλόμενα κράτη να κρίνουν την ύπαρξη και το βαθμό της ανάγκης του περιορισμού αλλά το περιθώριο αυτό να συμβαδίζει με τον ευρωπαϊκό έλεγχο στους νόμους ή στις αποφάσεις που υπηρετούν τον περιορισμό (βλ. ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος της 25ης Μαΐου 1993 Series Α', 260-Α). Αλλά όπως και η Επιτροπή παραδέχθηκε, τα κράτη είναι σε θέση να εκτιμούν καλύτερα τις εκάστοτε ανάγκες «προστασίας του θρησκευτικού συναισθήματος του πληθυσμού τους» (βλ. ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Λαρίσης και Λοιποί κατά Ελλάδος της 24ης Φεβρουαρίου 1998, βλ. και Γ. Κτιστάκις «Θρησκευτική Ελευθερία και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» 2004 σ. 114 επ., βλ. και συγκλίνουσα γνώμη του Δικαστή Ροζάκη με την οποία συντάσσεται η Δικαστής VaJic' στην ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Lautsi κατά Ιταλίας της 18η,ς Μαρτίου 2011, μεταξύ άλλων, ότι «..Καθώς η σύνθεση της κοινωνίας μας έχει αλλάξει, το Κράτος δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο να ικανοποιήσει τις ατομικές ανάγκες των γονέων στον τομέα της εκπαίδευσης. Θα έλεγα μάλιστα, ότι η κυριότερη ανησυχία του-και πρόκειται για δικαιολογημένη ανησυχία-θα έπρεπε να είναι να προσφέρει στα παιδιά εκπαίδευση που θα εγγυάται την πλήρη και ολοκληρωμένη ενσωμάτωση τους εντός της κοινωνίας όπου ζουν και να τα προετοιμάζει όσο το δυνατόν καλύτερα να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της κοινωνίας αυτής έναντι των μελών της..» σε ΕφημΔΔ-2/2011 σ. 220). Ειδικότερα δε, η ως άνω ενέργεια από μέρους του Διευθυντή επιβάλλεται α) προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση του προεκτεθέντος συνταγματικού κανόνα του ειδικού σκοπού του μαθήματος των θρησκευτικών που πραγματώνεται με την υποχρεωτική παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών από τους ορθόδοξους μαθητές, ώστε να διασφαλίζεται σ' αυτούς, κατά το Σύνταγμα, σε επαρκή τουλάχιστον βαθμό η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης δια της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών προεχόντως κατά τη χριστιανική διδασκαλία, και υπ' αυτή την έννοια δεν νοείται απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών εντασσόμενο μάλιστα στον κορμό των μαθημάτων γενικής εκπαίδευσης (βλ. σκέψη 13η της παρούσας) για μαθητή χριστιανό ορθόδοξο για «λόγους θρησκευτικής συνείδησης», αφού η ανάπτυξη αυτής είναι συνταγματική επιταγή δεσμευτική τόσο για την Πολιτεία όσο και για τον αποδέκτη αυτής μαθητή χριστιανό ορθόδοξο που συμπράττει στην υλοποίηση της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται και σε προηγούμενη σκέψη, β) προκειμένου να τηρηθεί ο συνταγματικός κανόνας του άρθρου 13 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, (βλ. και κανόνα του άρθρου 2 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ), ώστε να διευκολυνθεί ο άθρησκος, αλλόθρησκος ή ετερόδοξος μαθητής, στην άσκηση του δικαιώματος του να απολαύσει "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής του συνείδησης, ως προς τους οποίους και μόνο, κατ' αυτό τον τρόπο, η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών καθίσταται προαιρετική. Τιθεμένου τέτοιου ζητήματος απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, οι Διευθυντές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ως διοικητικοί και πειθαρχικοί Προϊστάμενοι των Διευθυντών των σχολικών μονάδων στα πλαίσια των ως άνω συνταγματικών επιταγών και των κατά νόμο καθηκόντων τους (βλ. σκέψη 13η της παρούσας) οφείλουν να ελέγχουν την ορθή λειτουργία των σχολείων εποπτεύοντες, ότι οι Διευθυντές των σχολικών μονάδων στην ενάσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους ενήργησαν ως ανωτέρω προς τήρηση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 16 παρ. 2 της υποχρεωτικής παρακολούθησης του μαθήματος των θρησκευτικών από τους μαθητές χριστιανούς ορθόδοξους και προς αποκλεισμό της απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών μαθητών για άλλους λόγους πλην αυτών της θρησκευτικής συνείδησης, ενόψει και της ήδη παγιωμένης περί τούτου νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σκέψεις 10η και 11η της παρούσας). Συνεπώς, εν προκειμένω, ο Διευθυντής της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Χανίων, ενόψει υποβολής ενώπιον του με αριθμ. πρωτ. 368/27-1-2011 έγγραφου «αίτησης-υπομνήματος-διαμαρτυρίας» των αιτούντων, όπως τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται σ' αυτό διαπιστώθηκαν και από τον ίδιο αναφέροντας, ότι μετά από την έρευνα που διενήργησε στα σχολεία (με μεγάλο αριθμό απαλλαγέντων μαθητών) διαπίστωσε, ότι η πλειοψηφία - των απαλλαγέντων μαθητών - χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα τους λόγους συνείδησης και ζητούσαν απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών (βλ, έγγραφο απόψεων υπ' αριθμ. πρωτ. Φ.10.3/1372/22-2-2012, εισερχόμενο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμ. πρωτ. 421/22-2-2012) μη πράττοντας ως ανωτέρω επιλύοντας το ως άνω κρίσιμο ζήτημα σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της σφαίρας ελέγχου και ευθύνης του (όπως ρητά προβλέπεται από το άρθρο 14 παρ. 6 της Φ.353/1/324/105657/Δ1 /2002 απόφασης του Υπουργού Παιδείας) όπου διδάσκουν οι αιτούντες και παραλείποντας να αποφανθεί με ρητή εκτελεστή διοικητική πράξη εντός τριμήνου αλλά και μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης ακύρωσης επί του υποβληθέντος αιτήματος των αιτούντων (και να επιλύσει τα ανακύψαντα ζητήματα, όπως λεπτομερώς εκτίθενται στο προαναφερθέν έγγραφο αυτών), ο εν λόγω Προϊστάμενος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 5η σκέψη της παρούσας, παρέλειψε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, προσβλητή με αίτηση ακύρωσης. Τούτο δε μάλιστα καθόσον η Διοίκηση {με τις προαναφερθείσες τρεις εγκυκλίους, τα έγγραφα των απόψεων, αλλά και τα έγγραφα των Προϊσταμένων στην ιεραρχία του εκπαιδευτικού συστήματος τα οποία απευθύνθηκαν προς τους Διευθυντές των Διευθύνσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης όλων των νομών Κρήτης) δέχεται το μάθημα των θρησκευτικών ως μάθημα υποχρεωτικό, προβάλλοντας (η Διοίκηση) επιπλέον ότι, οι Προϊστάμενοι των Δ/νσεων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν την κείμενη νομοθεσία. Είναι δε, ως εκ τούτου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα ακυρωτέα η κατά τα ανωτέρω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και είναι απορριπτέα όσα προβάλλονται με το υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου περί απαραδέκτου της αίτησης ακύρωσης, διότι δεν προσβάλλεται με αυτή ατομική διοικητική πράξη ούτε άρνηση έκδοσης ατομικής διοικητικής πράξης, όπως επίσης, απορριπτέα τυγχάνουν και όσα προβάλλονται με τα έγγραφα των απόψεων της Διοίκησης περί αντίθεσης στο άρθρο 13 του Συντάγματος.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ: Το Δικαστήριο δέχεται την αίτηση.Καταδικάζει το Ελληνικό Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη των αιτούντων στο συνολικό ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.Ακυρώνει, ως παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, την σιωπηρή άρνηση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Χανίων να αποφανθεί επί της υπ' αριθμ. 368-22.1/27-1-2011 αίτησης των αιτούντων περί επίλυσης του ζητήματος απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, κατά το αιτιολογικό.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 11 Δεκεμβρίου 2012.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ