2013-02-18 13:07:02
Φωτογραφία για Ο άνθρωπος που «έντυσε» χιλιάδες υποζύγια
Η πρώτη ερώτηση στο «Στελή το Σωμαρά» τέθηκε από τον συγχωριανό του Σπύρο Βρυλάκη στο καφενείο του Ράφτη στο Σπήλι: «Σωμαρά, ποιο θεωρείς καλύτερο, εσένα ή το Σαμαρά τον πρωθυπουργό;» Η απάντηση που δόθηκε ήταν αυθόρμητη και καυστική όμως δεν γράφεται ολόκληρη: «Τα ίδια… ήμαστονε κι οι δυο!» Παρότι, ωστόσο, στο Σπήλι της τσικουδιάς Στέλιος Πετρογιαννάκης ετών 86, υπάρχει ένας και μοναδικός, αν τον ψάξεις με το πατρώνυμό του θα πάρεις πληροφορίες μετά από ένα-δυο λεπτά, ενώ αν τον ζητήσεις ως «Στελή Σωμαρά», θα κατατοπιστείς αστραπιαία. Το ίδιο και με τον αδελφό του Γιώργη, που είναι γνωστός ως «Γιώργης Καρεκλάς», λόγω της επαγγελματικής του απασχόλησης Έμειναν και ξύλα του σαμαριού που δεν χρησιμοποιήθηκαν

Μαζί με δεκάδες άλλα επαγγέλματα στην Κρήτη αποσύρθηκε και μένει, πλέον, ως μια… λαογραφική ανάμνηση και αυτό του σαμαρά, που «έντυσε» για τις ανάγκες των αγροτικών υποχρεώσεων χιλιάδες υποζύγια. Και ο υπερήλικας τεχνίτης στο Σπήλι, σήμερα όταν ρωτάται αν ξαναγεννιόταν θα επέλεγε και πάλι αυτό το επάγγελμα, θα απαντήσει: «Αφού δεν υπάρχουν χτήματα, να ξαναμπώ πάλι στην ίδια δουλειά για να παραμείνω ως Στελής ο Σωμαράς; Ησύχασα, ξέγνοιασα…»


Γιός του «Πετροπαντελή» και της Ζαχαρένιας ο Στέλιος Πετρογιαννάκης, ένα από τα τέσσερα παιδιά τους που μεγάλωναν στη μεσοχωριά στα δύσβατα προκατοχικά, κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια. Τίποτα πια δεν τον τρομάζει γιατί «ανατράφηκε μέσα φωτιά των εποχών» και έχει καταλήξει στη σημερινή μεγάλη διαπίστωση, αφού μια ζωή είχε άμεση σχέση με ανθρώπους και αχθοφόρα ζώα: «Σήμερα τα στρωμένα γαϊδουράκια χαθήκανε και πληθιάνανε τα άστρωτα».

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ… ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

«Δουλειά του μέλλοντος» θεωρούνταν, με τη λήξη της κατοχής, το επάγγελμα του σαμαρά γιατί το χωριό κρατούσε τους ανθρώπους του κι όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στη γη! Τα αυτοκίνητα ήταν μέσο μετακίνησης των μετρημένων προνομιούχων και τα υποζύγια ήταν «κινητήρια δύναμη» των αγροτικών νοικοκυριών. «Να φανταστείς», σε βάζει στο οικονομικό περιβάλλον του χωριού του, «το Σπήλι στη δεκαετία του ’60 είχε και εκατό χτήματα και αγρότης χωρίς χτήμα ήταν… κουτσός. Τα αυτοκίνητα άρχισαν σιγά-σιγά να αυξάνονται και ήρθαμε σήμερα χτήματα να μην υπάρχουν παρά από τρεις στο χωριό, τον Αντώνη τον Καπετανάκη, τον Αντώνη το Λουκάκη και το Μανώλη τον Παναγιωτάκη…»

Από τα εργαλεία και τα έπιπλα του σαμαρά έχει μείνει η σαμαροκαρέκλα. Τώρα τον βοηθά η μπαστούνα του…

Μετρώντας, λοιπόν, τις προοπτικές το αποφάσισε: «Το ’45 ή το ’46 κατέβηκα στο Ρέθυμνο, στο σωμαρά τον Γιάννη Παττακό από το Χρωμοναστήρι που είχε το σωμαράδικό του στο Καμαράκι. Έκατσα δυο χρόνια, έμαθα και δούλεψα σ’ αυτό το διάστημα και στα Πεταλάδικα σε δυο αδέρφια από τον Άη Γιάννη τον Καμένο και πληρωνόμουνα με το κομματιάτικο! Το ’49 πήγα φαντάρος και το ’51 γύρισα στο χωριό κι είχα ζευγάρι κι έκανα χωράφι, έχτιζα κιόλας, έκανα κι όπου έβρισκα μεροκάματο…»

Η τέχνη έμεινε σε αδράνεια ως το 1955 και τότε αποφάσισε να κάνει το μεγάλο άλμα: «Άνοιξα το σωμαράδικο κι ενώ υπήρχανε άλλοι δυο σωμαράδες, ο Ηλίας ο Κονσολάκης και ο Γιάννης Μαρινάκης. Όταν πέθαναν έμεινα μοναδικός σωμαράς εγώ. Πολλά χωριά είχανε τον τεχνίτη τους κι όσα δεν είχαν ερχότανε στο Σπήλι. Είχα πελάτες από τις Καρίνες, την Πατσό, τα Ακτούντα, το Βάτο, τον Άρδαχτο, τα Κεραμέ, τη Δρύμισκο. Υπήρχε πολύ δουλειά και έτυχε και μέρα που μου είχαν φέρει και δέκα σωμάρια για επισκευή. Καταλαβαίνεις!»

Το καλό σαμάρι ο παλαιός της τέχνης το ονομάζει «ζωγραφιά» και για να φέρει αποτέλεσμα στην… καλλιτεχνία του θα έπρεπε να «παντρέψει» την αξιοσύνη του με τα υλικά «για να μη φάει το σωμάρι το χτήμα και πληγιάσει».

Δηλαδή, εξηγεί ο ίδιος «η βάση για να καταφέρεις το αποτέλεσμα είναι το ξύλο, που πάντα το παίρναμε από τον πλάτανο. Όλες οι δουλειές γινότανε με τα χέρια και ο τεχνίτης έπρεπε να είναι πιτήδειος…»

ΑΠΟ 200-500 ΔΡΑΧΜΕΣ

Ο σαμαράς για να πετύχει στη δημιουργία του, θα έπρεπε από το πρώτο κιόλας βήμα «που έπαιρνε τα μέτρα» στην πλάτη του υποζυγίου, μέχρι και την τελευταία διαδικασία να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός και επιδέξιος: «Τότε δεν υπήρχανε τα μέσα και όλα τα έκανα με τα χέρια στη σωμαροκαρέκλα που την έχω ακόμη μαζί με κάτι ξύλα που έμειναν. Για να φτιάξω ένα σωμάρι χρειαζόμουν τρεις μέρες και από τις 200 μέχρι τις 500 δραχμές που έπαιρνα, ανάλογα με τις απαιτήσεις που είχε ο πελάτης, το μεροκάματο μου δεν ήταν μεγάλο. Άσε που στο τέλος αν και είχαμε συμφωνήσει σε ένα ποσό, πέφταμε και στα παζάρια…»

Ο τελευταίος χώρος που στέγασε το σαμαράδικο του, πριν 18 χρόνια

Το σαμαράδικο έβαλε τελεία και παύλα τώρα και πολλά χρόνια. Τι να κάνει ο «Στελής ο Σωμαράς» που με τα ζωντανά χάθηκε και η τέχνη; Όλα πια κινούνται με τα άψυχα μηχανικά εξαρτήματα και τα υποζύγια ανήκουν στην ιστορία! «Σταμάτησα», λέει, «γιατί σταμάτησαν να κυκλοφορούν τα γαϊδουράκια και τα τέσσερα πόδια αντικαταστάθηκαν από τους τέσσερις τροχούς. Τώρα έχουμε τους τροχονόμους …»

Στην πολύχρονη επαγγελματική του δράση μένει, ως σημαδιακό γεγονός, στο τελευταίο σαμάρι που κατασκεύασε: «Αυτό ήταν στο Αμπελάκι και το σωμάρι το έβαλαν σε ένα άλογο. Είχα κάνει μια ζωγραφία!»

madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ