2012-12-12 15:21:03
Φωτογραφία για Είναι ανοησίες και ψέματα τα περί αφελληνισμού και εκτουρκισμού
Οι υπεύθυνες του προγράμματος «Εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη» για το επίκαιρο ζήτημα της ισονομίας και της ισοπολιτείας στην ελληνική κοινωνία.

Είναι γνωστό σε όλους πως η κοινωνική ειρήνη έχει διασαλευτεί την εποχή της κρίσης. Η βία είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο πια. Αποκρουστικό, αλλά καθημερινό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συνάντησή μου με την Άννα Φραγκουδάκη και τη Θάλεια Δραγώνα. Καθηγήτριες πανεπιστημίου και οι δύο, υπεύθυνες τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια για το πρόγραμμα «Εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη». 

Τις βρίσκω σε ένα ζηλευτό διαμέρισμα, στα όρια Συντάγματος και Πλάκας. Έχω κάνει αρκετές συνεντεύξεις, αλλά πρώτη φορά συνάντησα τέτοιο πάθος από συνεντευξιαζόμενο. Ξεκίνησαν να μιλάνε πριν ακόμα πατήσω το rec στο μαγνητόφωνο και δεν ήταν λίγες οι φορές που η μία μιλούσε πάνω στην άλλη.  


  Το πρόγραμμα ξεκίνησε πριν από δεκαπέντε χρόνια και ήθελε να λύσει ένα βασικό πρόβλημα: το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο της μουσουλμανικής μειονότητας και την ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του '90, οι πολιτικοί αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων εισηγούνται μια νέα κρατική πολιτική για τη Θράκη, εκτιμώντας πως η πολιτική που έχει ακολουθηθεί απέναντι στη μειονότητα είναι λανθασμένη. 

Η κ. Φραγκουδάκη θυμάται πως «διαπιστώθηκε τότε ότι η πολιτική που ασκούσε το ελληνικό κράτος, παραβιάζοντας τα δικαιώματα της μειονότητας, την έσπρωχνε προς την τουρκική προστασία και εξέθετε τη χώρα διεθνώς». Αποφασίστηκε έτσι απ' όλους τους πολιτικούς αρχηγούς το 1990 να αλλάξει η κρατική πολιτική και να γίνει, όπως έγινε από τότε, πολιτική ισονομίας και ισοπολιτείας. 

Η νέα πολιτική απέναντι στη μειονότητα γίνεται η βάση για την εκπαιδευτική πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου, υπουργού Παιδείας το 1996. Η κ. Δραγώνα εξηγεί πως «όταν φτάσαμε στη Θράκη το 1997, τα περισσότερα παιδιά τελείωναν το δημοτικό χωρίς να ξέρουν καλά ελληνικά. Πήγαιναν τα περισσότερα στο μειονοτικό δημοτικό, που είναι δίγλωσσο – ιδίως σε αυτό είναι μόνα τους τα παιδιά της μειονότητας, χωρίς επαφή με τα άλλα παιδιά της πλειονότητας. Επιπλέον, είναι δίγλωσσο με λανθασμένο τρόπο: τα μισά μαθήματα διδάσκονται στη μία γλώσσα και τα μισά στην άλλη. Έτσι π.χ. τα παιδιά, τελειώνοντας το δημοτικό, δεν ήξεραν καν το λεξιλόγιο που αφορά τα μαθηματικά. 

Συνεχίζει: «Η σχολική κατάσταση ήταν γενικότερα πολύ κακή, με αποτέλεσμα τα παιδιά της μειονότητας να μένουν σχεδόν αναλφάβητα. Έρευνα που κάναμε το 2000 στο σύνολο των μαθητών έδειξε ότι το 65% των παιδιών της μειονότητας δεν τελείωνε το υποχρεωτικό σχολείο, άρα έβγαινε στη ζωή και τη δουλειά χωρίς απολυτήριο γυμνασίου. Να σκεφτείτε ότι τότε ο εθνικός μέσος όρος όσων δεν τελείωναν το γυμνάσιο ήταν 7% και για τη μειονότητα 65%».     

Από τότε ξεκινά μια συστηματική δουλειά στα μειονοτικά σχολεία αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Αν και διάφορες παράμετροι οδηγούν τους μουσουλμάνους της Θράκης να μειώνονται πληθυσμιακά, τα παιδιά αυτήν τη στιγμή είναι κοντά στα 12.000. Σύμφωνα με μετρήσεις που έγιναν το 2.000, το 65% δεν ολοκλήρωνε την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά σήμερα. 

«Ποσοτικά και ποιοτικά είναι καλύτερα. Άλλαξε η νοοτροπία, αφού άλλαξαν πολλά πράγματα. Φαντάσου πως όταν φτάσαμε σε ένα ορεινό σχολείο το 1998, τότε έμπαινε ο ηλεκτρισμός. Επί δεκαπέντε χρόνια η πολιτεία δίνει χρήματα και προσοχή για να εξυπηρετήσει τον ίδιο στόχο με τους ίδιους ανθρώπους», λέει η κ. Δραγώνα. Η κ. Φραγκουδάκη παίρνει τον λόγο, εξηγώντας το πρόγραμμα: «Στην αρχή αλλάξαμε τα βιβλία στα σχολεία. Φτιάξαμε βιβλία για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Για το ίδιο θέμα κάναμε εκατό ώρες τον χρόνο επιμόρφωση στους δασκάλους. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να μάθουν ελληνικά με τα βιβλία που ήταν γραμμένα για ελληνόφωνα παιδιά. Καθώς η επίδραση στο σχολείο ήταν περιορισμένη, απλώσαμε το πρόγραμμα στην κοινωνία, ιδρύοντας κέντρα ελληνομάθειας του προγράμματος. Τα αρχικά τους είναι ΚΕΣΠΕΜ, που έχει γίνει πλέον ιδιωματισμός στην Θράκη. Έχουν πολιτιστικό χαρακτήρα, με υπολογιστές, δανειστική βιβλιοθήκη, προσωπικό μεικτό, μειονότητας και πλειονότητας, άρα πολύγλωσσο. Είναι κέντρα ελληνομάθειας και κοινωνικοποίησης. Σήμερα τα κέντρα είναι δέκα και υπάρχουν και τέσσερις κινητές μονάδες που πάνε στα πιο απομακρυσμένα χωριά». 

Κλείνοντας, η κ. Δραγώνα υπερθεματίζει στο γεγονός ότι τα κέντρα πέτυχαν «γιατί είναι ένας θεσμός της ελληνικής πολιτείας, του υπουργείου Παιδείας, που είναι φιλικός και προσφέρει στα παιδιά της μειονότητας. Τον εμπιστεύτηκαν οι μάνες που ήταν στην αρχή καχύποπτες απέναντί μας, πράγμα που ήταν μεγάλο κέρδος. Τώρα, και αυτές έρχονται να μάθουν ελληνικά».   

Όλα φαίνονται ωραία, αλλά δεν είναι και τόσο. Οι κατηγορίες ήταν αρκετές και εμποτισμένες με αρκετές εθνικιστικές κορόνες. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ακούγονταν γραφικές. Μίλαγαν για σπατάλη, για ανάγκες και άλλα προβλήματα της εκπαίδευσης αλλού, για εκτουρκισμό της ελληνικής κοινωνίας αλλά και για αναγκαστικό αφελληνισμό της μουσουλμανικής κοινότητας. Η Άννα Φραγκουδάκη απαντά συνοπτικά σε όλα: «Πρώτα για τα κονδύλια και τις άλλες ανάγκες: είναι ευρωπαϊκά κονδύλια που δίνονται για τις ομάδες σε κίνδυνο περιθωρίου, στους Τσιγγάνους, στη μειονότητα της Θράκης, στους μετανάστες. 

Όσον αφορά την υποτιθέμενη σπατάλη, τα κονδύλια αυτά, πέρσι π.χ., χρησιμοποιήθηκαν για τα εξής: μαθήματα Ελληνικών σε δημοτικά, μετά το κανονικό ωράριο του σχολείου, απογεύματα και Σαββατοκύριακα. Μαθήματα Ελληνικών σε γυμνάσια και λύκεια, πάλι μετά το σχολικό ωράριο. Για μαθήματα Ελληνικών σε δέκα κέντρα του προγράμματος, που δουλεύουν 7 μέρες την εβδομάδα και 12 μήνες τον χρόνο. Για μαθήματα από 4 κινητές μονάδες που ταξιδεύουν επίσης 7 μέρες την εβδομάδα, όλο τον χρόνο, στα απομονωμένα μειονοτικά χωριά, μέχρι τα σύνορα με τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Ακόμα, για μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού, ελληνικά σε μητέρες μαθητών, δημιουργικές δραστηριότητες για παιδιά και νέους σε μεικτές ομάδες, κατασκηνώσεις με παιδιά της μειονότητας και της πλειονότητας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Όλα αυτά τα παρακολούθησαν πέρσι κοντά στα 7.000 (6.928) παιδιά της μειονότητας. Να πού πάνε τα κονδύλια».

 Η Θάλεια Δραγώνα συμπληρώνει ότι «είναι ανοησίες και ψέματα τα περί αφελληνισμού και εκτουρκισμού. Το πρόγραμμα επί 15 χρόνια μαθαίνει ελληνικά στα παιδιά της μειονότητας και πολλαπλασιάζει τα ποσοστά τους σε δημόσια γυμνάσια και λύκεια. Από το 1997 τα εκπαιδευτικά δεδομένα άλλαξαν ως εξής: από 1.501 οι μαθητές γυμνασίου έγιναν 2.750 (αύξηση 163%), από 547 οι μαθητές λυκείου έγιναν 2.750 (αύξηση 402%), τα κορίτσια της μειονότητας πλησίασαν τον εθνικό μέσο όρο στα γυμνάσια και λύκεια. Φέτος, κοντά 500 (493) παιδιά της μειονότητας μπήκαν σε ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Ψεύδονται».    

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής, η πέραση που έχει στα σχολεία, μας προβληματίζει όμως πιο πολύ και προκύπτει το εξής ερώτημα: τι νόημα έχει να αφομοιώνονται καλύτερα οι μουσουλμάνοι, τη στιγμή που «αγριεύουν» οι Έλληνες; Ήδη, στην περιοχή έχουν εμφανιστεί διάφορα κρούσματα φασισμού από μέλη ακροδεξιών οργανώσεων που κάνουν εθνικιστική εκδρομή στη Θράκη. 

«Η Χρυσή Αυγή είναι επικίνδυνη για όλη την κοινωνία και πολύ επικίνδυνη για τη Θράκη, που είναι μια ιδιαίτερη και ευαίσθητη περιοχή. Πολύ σημαντικό είναι, ωστόσο, και τούτο. Η Χρυσή Αυγή εισάγει οπαδούς και βίαιες συμπεριφορές στη Θράκη, και από άλλες πόλεις. Από την άλλη μεριά, το υπουργείο Παιδείας συνεχίζει με το πρόγραμμα αυτό της Ε.Ε. να μαθαίνει ελληνικά στα παιδιά και στις μανάδες τους, να ταξιδεύει με τα βαν στα βουνά και να φέρνει στα απομονωμένα χωριά τα ελληνικά με υπολογιστές και ηλεκτρονικά παιχνίδια μάθησης, ενώ το καλοκαίρι, στις κατασκηνώσεις του προγράμματος, παιδιά της μειονότητας και της πλειονότητας κάνουν πράξη την αρμονική συμβίωση και τη συνεργασία, αξιοποιώντας τον πολιτισμικό πλούτο της Θράκης, με τις πολλές γλώσσες, κουλτούρες και γέφυρες με τον γύρω κόσμο και την Ευρώπη. Υπάρχουν λίγοι πια, πολύ λίγοι στη Θράκη που μάχονται αυτή την αλλαγή και είναι εναντίον μας», λέει εκνευρισμένη η κ. Φραγκουδάκη.

 «Οι Θρακιώτες είναι, σήμερα, συντριπτικά οι περισσότεροι υπέρ της νέας πολιτικής που συνεχίζουν επί 15 χρόνια όλες οι κυβερνήσεις και όλοι οι υπουργοί Παιδείας μέχρι σήμερα. Οι Θρακιώτες αναγνωρίζουν ότι αυτό είναι το συμφέρον ολόκληρης της επαρχίας, όπως και ολόκληρης της χώρας. Η αρμονική συνύπαρξη στη Θράκη έχει επιτευχθεί. Πρέπει με κάθε τρόπο να τη διατηρήσουμε», κλείνει με κάτι σαν ευχή τη συζήτησή μας η κ. Δραγώνα.  

 Πηγή: www.lifo.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ