2012-12-02 12:20:03
Φωτογραφία για ΕΕ: Εθελούσια ή βίαιη ολοκλήρωση;
του καθηγητή Γιώργου Βοσκόπουλου*

Μεταπολεμικά η επιτυχία της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οικοδομήθηκε καταστατικά, θεσμικά και ...λειτουργικά σε μία σειρά προσδιοριστικές και ποιοτικές παραμέτρους.

Η πρώτη αφορά το κοινωνικό πεδίο και τη δημιουργία ενός προεκταμένου χώρου ειρήνης, ευημερίας και ανάπτυξης. Εντός της Ευρώπης δημιουργήθηκε ένα ελκυστικό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον στα πλαίσια του οποίου το κοινωνικό κράτος προσέφερε συγκριτικά στρατηγικά πλεονεκτήματα που καθιστούσε τη μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων σε υπερ-εθνικά κέντρα ορθολογικές επιλογές. Το γεγονός αυτό υπερκάλυψε λειτουργικές αδυναμίες της ΕΕ κυρίως στο πεδίο λήψης αποφάσεων, δημοκρατικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων του και αδυναμίας των πολιτών να εμπλακούν ουσιαστικά στην ενοποιητική διαδικασία (δημοκρατικό έλλειμμα).

Η δεύτερη αφορά τον εθελούσιο, συναινετικό χαρακτήρα της ενοποιητικής διαδικασίας
. Η συναίνεση από πλευράς κρατών μελών στη θεσμική εξέλιξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αποτέλεσε διαχρονικά ένα αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό αποδοχής της από αυτόνομες πολιτικά οντότητες. Στη διαμόρφωση αυτών των θετικών συν-αντιλήψεων από πλευράς ευρωπαϊκών ηγεσιών συνέτεινε ένα στοιχειώδες πλαίσιο ισονομίας και ισοπολιτείας που αναγνώριζε ωστόσο το διαφορετικό ειδικό βάρος των κρατών μελών.

Η πολυπλοκότητα του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος δημιούργησε προβλήματα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στο πεδίο της αποτελεσματικότητας, ωστόσο το πλαίσιο δια-θεσμικής συνεργασίας επέτρεψε την απόσβεση δια-κρατικών ασυμβατοτήτων. Ταυτόχρονα απέτρεψε την ανάδειξη ηγεμονικών βλέψεων από πλευράς ευρωπαϊκών δυνάμεων, αφού η εμπλοκή των θεσμικών οργάνων στο σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕ δεν επέτρεπε στα κράτη μέλη να προωθούν αμιγώς εθνικά συμφέροντα σε βάρος κοινών συμφερόντων. Όποτε αυτό συνέβη ήταν αποτέλεσμα μίας κοινής συμφωνίας επί ενός ελάχιστου κοινού παρανομαστή που δεν δημιουργούσε παίγνια μηδενικού αθροίσματος στα πλαίσια των οποίων τα κέρδη του ενός αποτελούσαν απώλειες των υπολοίπων.

Οι κρίσεις αποτελούν προκλήσεις αλλά ταυτόχρονα και ευκαιρίες. Αυτό συμβαίνει ακόμα και στα πλαίσια μίας ένωσης κρατών όπως η ΕΕ. Η δημοσιονομική κρίση στην Ευρώπη αποτελεί μία πρόκληση για τη συνοχή της Ένωσης, τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ, και συνιστά μία ευκαιρία θεσμικής μετεξέλιξης η οποία ωστόσο φαίνεται να προσδιορίζεται με όρους οικονομικής ισχύος. Για τη Γερμανία αποτελεί μία ευκαιρία εμπέδωσης ενός ιδιότυπου θεσμικού ηγεμονισμού στα πλαίσια του οποίου οι θεσμοί θα διαμορφωθούν με τρόπο που να δημιουργούν μία γερμανική Ευρώπη.

Οι τάσεις διαμόρφωσης ενός πλαισίου θεσμικής ηγεμονίας συνιστά μία νεωτερική, μεταμοντέρνα θεσμοθετημένη έκφανση πρακτικών εξαναγκασμού χωρίς ιστορικό, θεωρητικό και εμπειρικό προηγούμενο σε συνθήκες εθελούσιας ολοκλήρωσης. Αν η θεσμική μορφή, ποιότητα και ένταση του φαινομένου περιφερειακής ολοκλήρωσης συνιστούσε μία εκτροπή από την κανονικότητα της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, η υιοθέτηση πρακτικών θεσμικού εξαναγκασμού και η προοπτική εδραίωσης μίας θεσμικής ηγεμονίας αποτελεί επιστροφή σε μία νέα, μόνο όσον αφορά τα μέσα, μορφή ηγεμονισμού. Οι τάσεις αυτές υπερκαλύπτουν τις κανονιστικές εκφάνσεις και το ονομαστικό αξιακό περιβάλλον της Ένωσης.

Με βάση τις σημαντικές αποκλίσεις από τον κανονιστικό κορμό της Ένωσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι:

Πρώτον, διαχειριστικά και θεσμικά η δημοκρατία εκλαμβάνεται ως μία αποδεκτή παράπλευρη απώλεια της ανάγκης αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη. Εντάσσεται νοηματικά στα πλαίσια επιβολής κυρώσεων των «απείθαρχων» δημοσιονομικά χωρών.

Δεύτερον, οι ευρωπαϊκές αξίες αυτές διαμορφώνονται με βάση έναν ελάχιστο κοινό παρανομαστή υπό το βάρος των εθνικών συμφερόντων και σαφών ενδείξεων επανεθνικοποίησης των επιλογών των κρατών μελών. Αν και η διαδικασία θεσμοθέτησης δημιουργεί κίνητρα συνεργασίας, ενισχύει το προϋπάρχων ελλειμματικό πλαίσιο αλληλεγγύης ειδικά στο πολιτικό-οικονομικό πεδίο. Παράλληλα αναδεικνύει εκφάνσεις ετερότητας (πολιτισμικές, α-πολιτικού χαρακτήρα προσεγγίσεις έναντι των χωρών μελών του Νότου) που είχαν προσωρινά μόνο υπερκαλυφθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, η οικονομική ισχύς προβάλλεται σε επίπεδο θεσμικής ικανότητας προώθησης πρακτικών εξαναγκασμού των λιγότερο ισχυρών.

Τρίτον, καλλιεργείται λανθασμένα η αντίληψη ότι το σύστημα κανόνων και αξιών της ΕΕ είναι μη διαπραγματεύσιμο, α-πολιτικού χαρακτήρα χωρίς σκοπιμότητες που προκύπτουν από προτιμήσεις των κρατών μελών και των ηγετικών ομάδων στο πολιτικοοικονομικό πεδίο αλλά και επιμέρους εθνικά συμφέροντα. Αυτό πηγάζει από συγκεκριμένες θεωρητικές προσεγγίσεις έναντι του φαινομένου ολοκλήρωσης και την εκούσια ή μη υποβάθμιση της πολιτικής διάστασής του.

Αν οι υπερ-εθνικοί θεσμοί αντικαταστήσουν κυρίαρχα κράτη τότε θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ποια θα είναι η σχέση τους με τις συλλογικότητες τα προβλήματα των οποίων θα κλιθούν να επιλύσουν. Επιπλέον, ζητούμενο είναι ο τρόπος (θεσμικός, διαδικαστικός, συνταγματικός) με τον οποίο θα ομογενοποιηθούν αιτήματα, ανάγκες και προσδοκίες ενός ετερογενούς συνόλου το οποίο οριακά μόνο αποδέχεται λογικές αλληλεγγύης σε συνθήκες μη διάχυσης της ισχύος από την κορυφή (ισχυρά κράτη) στη βάση (μη ισχυρά κράτη).

Οι προτάσεις για θεσμική μετεξέλιξη της ΕΕ όπως αντανακλώνται από τις πιέσεις των Γερμανών δημιουργούν καινοφανή δεδομένα αλληλεγγύης, δαιμονοποιούν συλλογικότητες και κυρίως επαναπροσδιορίζουν τις διευρωπαϊκές σχέσεις με βάση την οικονομική ισχύ. Ουσιαστικά η πρόταση να απωλέσουν τα δημοσιονομικά απείθαρχα κράτη το δικαίωμα ψήφου σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα υπερκαλύπτει διαδικαστικά, λειτουργικά και νοηματικά την αντίληψη των πρωτεργατών του φεντεραλισμού με βάση την οποία «ο φεντεραλισμός μπορεί να προκύψει μόνο ως απόρριψη κάθε ιδέας επιβολής μίας δικτατορικής Νέας Τάξης επιβαλλόμενης από μία από τις συνιστώσες πολιτείες».

Η δρομολόγηση μιας θεσμικής αρχιτεκτονικής η οποία διεμβολίζει την εσωτερική κανονιστική τάξη μέσα από νομότυπες «συνέργιες» εκτός ενός συνταγματικού και πολιτικού πλαισίου τυπικής ομοσπονδιοποίησης συνιστά κοσμογονία και οδηγεί στην επιβολή ενός θεσμικού δεσποτισμού των οικονομικά ισχυρών.

* Ο Γιώργος Βοσκόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
voria.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ