2012-11-07 12:27:08
Φωτογραφία για Α. Χατζημιχάλη: Οι συντεχνίες-τα ισνάφια
Αγγελική Χατζημιχάλη

Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες - Τα ισνάφια

Πηγή: L'Hellenisme Contemporain, Αθήναι 1953

ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ιδιότητες της βυζαντινής εξουσίας, το οικονομικό σύστημα, η οργανωμένη κρατική υπαλληλία, χαλαρώνονται βέβαια τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σφαλερή όμως είναι πια η αντίληψη πως όταν έπεσε το Βυζάντιο ήταν σε ηθική και πνευματική παρακμή. Προχωρούσε σε μια Αναγέννηση, που αν και καταδικάστηκε από την 4η σταυροφορία ετοίμαζε δίχως άλλο μιαν εξόρμηση προς νέους ορίζοντες για το καλό του συνόλου, εξόρμηση που βοήθησε αργότερα και επηρέασε αποφασιστικά την τύχη του ελληνισμού.

Το άλάνθαστο ελληνικό ένστιχτο χαράζει τον δρόμο του με φρόνηση πάνω σε άλλους νόμους ισορροπίας, όπου την κρατική διοίκηση δεν έχουν μονάχα οι άρχοντες, αλλά και οι εργαζόμενοι
. Οι βυζαντινοί νόμοι δεν εμποδίζουν πια να προέρχονται οι δημόσιοι λειτουργοί από την εργαζόμενη τάξη. Παύουν να τηρούνται από τον ΙΔ' ΙΕ' αι. οι απαγορευτικοί κανόνες ακόμη και από τους ζωηρότερους υποστηριχτές του νόμου και της παράδοσης, που δέχονται τη δημιουργία αρχόντων και από τις τάξεις των εργαζόμενων υπό τον όρο να μην ασκούν το επάγγελμά τους κατά το διάστημα της λειτουργίας των καθηκόντων τους.

Τα επαγγελματικά λοιπόν σωματεία, οι συνεταιρισμοί, συνεργατισμοί και συντεχνίες, τα βυζαντινά συστήματα, ή σώματα ή συντεχνίες κ.λ.π., που ο καθαρά επαγγελματικός, τεχνικός και εμπορικός τους σκοπός επισφραγίζεται και από το Επαρχιακό Βιβλίο του Λέοντος του Σοφού, αρχίζουν να μην υπάγονται πια αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του Κράτους. Ξεφεύγουν από το δεσμευτικό κρατικό έλεγχο και στρέφονται και σε διαφέροντα για την εξυπηρέτηση και ενίσχυση των εργαζόμενων. Στη Θεσσαλονίκη π.χ. οι συντεχνίες αποχτούν από τα μέσα του ΙΔ' αι. μεγάλη πρωτοβουλία και δύναμη. Η συντεχνία των ναυτικών παίζει ένα ρόλο από τους πιο σημαντικούς. Στέκεται επί κεφαλής του λαού και επαναστατεί για να επικρατήσει η δημοκρατική παράταξη των Ζηλωτών και να διωχθούν οι άρχοντες. Το 1349 γίνεται στη Θεσσαλονίκη άρχων και αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος ο Πρόεδρος της συντεχνίας των ναυτών, ο Πρωτομάστορας Ανδρέας Παλαιολόγος, όπως αναφέρει και ο Καντακουζηνός. Και η Θεσσαλονίκη διοικείται από δύο άρχοντες. Ο ένας εκλέγεται από το λαό και ο άλλος είναι ο αυτοκρατορικός διοικητής. Από τη συνεταιρική ιδέα βγαίνουν και οι αρματωλικοί εκείνοι συνεταιρισμοί, που τον ΙΔ' αι. ανάλαβαν σαν κοινή διαμαρτυρία να προφυλάξουν μόνοι τους τα κοινά συμφέροντα των περιοχών τους ενάντια στους Αρβανίτες, που είχαν φθάσει ίσαμε τον Κορινθιακό κόλπο. Κατόρθωσαν να τους διώξουν πέρα από τον Αώο ποταμό και να απαλλάξουν τον πληθυσμό από την οργή τους.

Ελευθερωμένη η εργαζομένη τάξη από τον ολοκληρωτισμό, που δέσμευε και κατεύθυνε άμεσα τη δράση των συντεχνιών, συστηματικά όμως οργανωμένη πάνω στους νόμους και τις διατάξεις των βυζαντινών συντεχνιών, εξακολουθεί σε όλη την τουρκοκρατία αυστηρά τις παραδόσεις τους(1). Συνεχίζεται η ίδια κατάταξη σε συντεχνίες σύμφωνα με το ιδιαίτερο επάγγελμα του κάθε εργαζόμενου. Εφαρμόζεται, όπως και στα βυζαντινά χρόνια, το ίδιο σχεδόν σύστημα στη διοίκηση των συντεχνιών, τηρούνται οι ίδιοι περίπου κανόνες και διατάξεις, οι ίδιοι άγραφοι νόμοι.

Αμέσως μετά την τουρκική κατάληψη της Αδριανούπολης (1361), οι Έλληνες επαγγελματίες και έμποροι αρχίζουν τη δράση τους. Σφιχτοδένονται ακόμη περισσότερο σωματειακά σχηματίζοντας έτσι και πυρήνες για αντίσταση. Οι σκληρές ανάγκες πον γεννάει η δουλεία αναγκάζουν ολόκληρο τον ελληνικό λαό να οργανωθεί σε οικονομικές αυτονομίες και σιγά σιγά σε διοικητικές και πολιτικές έτσι που να αντιστέκεται δυναμικά στον κατακτητή. Δημιουργείται διοικητικό σύστημα με την κοινότητα, που τα περισσότερά της μέλη είναι βγαλμένα μέσα από τα ισνάφια και που με τον καιρό ανεβαίνει στα πιο συνθετικά σκαλοπάτια χάρις στην παντοδυναμία που αποκτούν με τα χρόνια τα Πατριαρχεία ακτινοβολώντας τα προνόμιά τους σε όλο τον ελληνισμό.

Η κοινότητα και οι συντεχνίες διαδραματίζουν σπουδαιότατο ρόλο από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πετυχαίνουν να καταδυναστεύεται όσο γίνεται λιγότερο, ο ελληνικός λαός, που γερά οργανωμένος διατηρεί την εθνική του συνοχή. Μονάχες τους οι συντεχνίες διαλέγουν τώρα πια τη διοίκησή τους, που τυπικά την επικυρώνει ο τούρκος Μουφτής ή Κατής. Οι Πρόεδροί τους οι πρωτομαστόροι, που κρατούν την οικονομική υπόσταση του ελληνισμού, δεν διορίζονται από τον αυτοκράτορα ή τον έπαρχο, παρά εκλέγονται από το λαό. Είναι οι αντιπρόσωποί του σε όλες τις περιπτώσεις, οι βεκίληδες, καθώς και οι μεσάζοντες μεταξύ των αφεντάδων Τούρκων και των ραγιάδων Ελλήνων. «Οι συντεχνίες, τα ισνάφια, της Πόλης, γράφει ο Μ. Γεδεών(2), πολυπληθεστάτους εργάτας έχουσαι εκ πασών των επαρχιών της τουρκικής αυτοκρατορίας, επιστεύοντο κατά συγκατάθεσιν και επίνευσιν της τουρκικής κυβερνήσεως, υπ’ αυτής, και υπό του «ευσεβούς ημών Γένους» αντιπρόσωποι νόμιμοι του υπό τους σουλτάνους ορθοδόξου έθνους των ρωμαίων... εθεωρούντο ως μεγάλη βουλή, διά το ευσεβές ελληνικόν γένος» Το εμπορικό λοιπόν και επαγγελματικό στοιχείο με τους αντιπροσώπους του μετέχει ενεργά μέσα στην κοινότητα και σε κάθε τοπική εξουσία. Γενικότερα εκπροσωπεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής του ελληνισμού και την εθνωφελή δράση του μετά την Άλωση.

Γνωστές οι συντεχνίες στα χρόνια της τουρκοκρατίας με τις αραβοπερσικές και τουρκικές ονομασίες ισνάφ, ή εσνάφ, ή ενσάφ (ισνάφι-συνάφι) και τις αραβικές ρουφέτ, ή ροφέτ, ή ρουφίτ (ρουφέτι), είναι λιγότερο γνώριμες με τα βυζαντινά τους ονόματα σύστημα, σώμα, σωματείον, τάξις, τάγμα, συντεχνία, που συνήθως αναφέρονται από τους λόγιους.

Οι ποικίλοι αυτοί οργανισμοί, τα ιδιόμορφα ισνάφια, αγκαλιάζουν παράλληλα με τα επαγγελματικά τους συμφέροντα και μια ευρύτερη κοινωνική δράση. Προάγουν τη συνεργατική ιδέα αλλά υπηρετούν και γενικότερα τον κοινωνικό τομέα σύμφωνα με το παράδειγμα των Αδελφάτων. Τα τελευταία, όπως και οι Αδελφότητες, σωματεία ιδρυμένα από τη βυζαντινή εποχή, συνεχίζουν αδιάπτωτα τη δράση τους. Προσκολλημμένα στο έργο της εκκλησίας έχουν σκοπό πιο περιορισμένο από των ισναφιών, καθαρά θρησκευτικό και φιλανθρωπικό. Στα Αδελφάτα μπορεί ελεύθερα να γραφτεί μέλος κάθε ορθόδοξος από οιαδήποτε κοινωνική τάξη και βαθμό, γυναίκα ή άντρας. Τα μέλη τους, που καλούνται αναμεταξύ τους «αδελφοί» ή «αδελφαί», πληρώνουν ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση μια ετήσια συνδρομή. Αν τα έσοδα του Αδελφάτου δεν επαρκούν στους ποικίλους αγαθοεργούς του σκοπούς τότε τα πλουσιότερα μέλη, που ήταν συνήθως πρωτομαστόροι, προσφέρουν περισσότερα χρήματα και σκεπάζουν τα ελλείμματα από εράνους που γίνονται μέσα στα ισνάφια. Αλλά και στα ξένα που ήταν εγκαταστημένοι Έλληνες ιδρύονται παρόμοιες οργανώσεις, όπως στη Βενετία η Αδελφότης της Σκόλας του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Γεωργίο των Γραικών, που αναφέρεται από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η δράση των Αδελφάτων συνεχίζεται σε όλο το διάστημα της τουρκοκρατίας και μετά την Επανάσταση στον αλύτρωτο ελληνισμό, ίσαμε τα τελευταία χρόνια. Τα ισνάφια δεν ενοχλούνται, όπως και οι Αδελφότητες, στη φιλανθρωπική και κοινωνική τους δραστηριότητα, γιατί οι Τούρκοι είχαν ομολογουμένα αναπτυγμένο το συναίσθημα της φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, που και η τουρκική νομοθεσία το επέβαλλε για τους σκλάβους. Έτσι παράλληλα με την επαγγελματική τους δράση τα ισνάφια παίζουνε ενεργετικότατο ρόλο σε κάθε κοινωνικό και αγαθοεργό σκοπό. Στα ισνάφια αποτείνεται όποιος ζητεί βοήθεια και από αυτά ζητούν χρήματα οι Μητροπολίτες του κάθε τόπου για κάθε εκκλησιαστικό, μορφωτικό και αγαθοεργό σκοπό καθώς και για κάθε επείγουσα Εθνική ανάγκη. Τα ισνάφια λοιπόν μαζί με τα Αδελφάτα οργανώνουν την κοινωνική αλληλεγγύη κατά την τουρκοκρατία. Αλλά κατ’εξοχήν από τις συντεχνίες εξαρτιέται η θρησκευτική, φιλανθρωπική, φιλεκπαιδευτική και εθνική ενέργεια που σταθερά προοδεύει κατά την τουρκοκρατία και αποτελεσματικά ξαπλώνεται σε όλον τον ελληνισμό.

Παντού στην ελληνική χώρα υπάρχουν συνεργατισμοί και συντεχνίες φυσικά με διάφορες και ποικίλες μορφές. Ανάλογα με την απασχόλησή του ο κάθε εργαζόμενος, ακόμη και άνθρωπος χωρίς επάγγελμα, ζητιάνος, έχει τη συντεχνία του, όπως και στη βυζαντινή εποχή. Σύμφωνα με τον πληθυσμό της κάθε πόλης και την επίδοση των κατοίκων, σε άλλα μέρη είναι λιγότερες και σε άλλα περισσότερες συντεχνίες. Παντού όμως είναι αυστηρά ορισμένος ο καταμερισμός των εργαζόμενων, σε ειδικότητες επαγγελματικές, βιοτεχνικές, εμπορικές. Έτσι υπάρχουν ισνάφια που τα απαντάμε σε όλα σχεδόν τα μέρη, όπως των ραφτάδων, καποτάδων, πραματευτάδων κ.λ.π. και άλλες συντεχνίες που συναντάμε μόνο σε ορισμένες πόλεις, χωριά ή περιοχές ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες και ανάγκες, την ειδίκευση των κατοίκων, το πρόσφορο υλικό, την τεχνική παράδοση κ.λ.π.

Κάθε συντεχνία είχε στην πολιτεία της το μονοπώλιο για το ιδιαίτερό της επάγγελμα, όπως και στα βυζαντινά χρόνια. Αλλά και το κάθε επάγγελμα είχε και διάφορους κλάδους ειδικότητας που η κάθε μια αποτελούσε ιδιαίτερη συντεχνία. Το ίδιο, όπως και στο Βυζάντιο, έτσι και στην τουρκοκρατία μια μεγάλη συντεχνία απαρτιζόταν από ιδιαίτερες ειδικότητες, είχε δηλ. διάφορες υποδιαιρέσεις και διαχωρισμούς, μικρότερα ισνάφια, που και πάλι όλα μαζί σχημάτιζαν ένα μεγάλο. Το ισνάφι π.χ. των χρυσοχών διακρινόταν στην Πόλη σε εικοσιπέντε ειδικότητες, χρυσικούς, που είχαν ειδικευθεί σε μια ορισμένη τεχνική της χρυσοχοϊκής ή ασημουργίας και σε όσους είχαν συναφή επαγγέλματα. Η συντεχνία πάλι κείνων που κατασκεύαζαν τα κεφαλοκαλύμματα είχε εβδομήντα ειδικότητες, μαστόρους που κατασκεύαζαν είτε ιδιαίτερο τυπικό κάλυμμα του κεφαλιού, ή ασχολούνταν με τα υλικά και τον στολισμό των καλυμμάτων καθώς και με το εμπόριό τους. Το ίδιο παντού στην Ελλάδα τα ισνάφια των ραφτάδων, των καποτάδων, των ταμπάκηδων, αλεβράδων κ.λ.π. χωρίζονταν σε ειδικότητες και σε συναφή συχνά και βοηθητικά επαγγέλματα. Περίπτωση σχηματισμού ισναφιών από πολλά μικρά βλέπομε και στο ισνάφι των τεκτόνων, που αποτελούνται από τεχνίτες ειδικευμένους σε όλους τους κλάδους τους σχετικούς με την οικοδομική: χτιστάδες, σοβατζήδες, μαντεμιτζήδες ή νταμαρτζήδες (λατόμονς), μαρμαράδες - πελεκάνους, μαραγκούς, ταβαντζήδες (οσους κάνανε τα ταβάνια), ξυλογλύπτες-ταγιαδόρους, ζουγράφους κ.λ.π. Το ισνάφι των μαστόρων-χτιστάδων στα Γιάννινα ήταν το πολυπληθέστερο απ' όλα της Ηπείρου. Αποτελούνταν από 450 περίπου μέλη μαστόρους.

Η Ελλάδα είχε μεταβληθή σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας. Τα μεγάλα ισνάφια ανθίζουν κυρίως στις πόλεις που ήταν όχι μόνο διοικητικά αλλά και επαγγελματικά και εμπορικά κέντρα, κόμποι συγκοινωνιών, που διευκολύνουν τους μαστόρους της υπαίθρου να επικοινωνούν με τις πόλεις και όπου μπορούν να συγκεντρώνονται όλα τα βιοτεχνικά προϊόντα της κάθε περιφέρειας κατ’εξοχήν μάλιστα τα προϊόντα της οικιακής ή εργαστηριακής τέχνης που παράγονταν στα χωριά. Η οικιακή τέχνη βρισκότανε τότε πάνω στην ανάπτυξή της όχι μόνο για την ατομική χρήση, αλλά και σαν επάγγελμα. Ιδιαίτερα η χωρική τέχνη είναι κείνη που τροφοδοτούσε κυρίως τα ισνάφια των πόλεων που πρωτοστατούσαν στην πρόοδο της βιοτεχνίας.

Στην Πελοπόννησο ακμάζουν όλες σχεδόν οι τέχνες και δημιουργούνται ισνάφια σε όλες τις πόλεις. Η Δημητσάνα φημίζεται για τους μύλους της που παρασκευάζουν το μπαρούτι. Οι κάτοικοι της Στέμνιτσας γίνονται ξακουστοί για την κατεργασία του μετάλλου και διατηρούν χυτήρια για καμπάνες, μανουάλια και άλλα εκκλησιαστικά και οικιακά σκεύη. Στα περισσότερα νησιά, Κύπρο, Κρήτη, Ρόδο, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες, Σίφνο, ιδρύονται μεγάλα ισνάφια με εξαιρετική δράση και ορισμένα από αυτά διακρίνονται για την ειδίκευσή τους σε ένα είδος τέχνης. Στην Κύπρο και τη Χίο βρίσκομε μεγάλα εργαστήρια υφαντουργίας, κεντητικής, σταμπωτών υφασμάτων. Ιδιαίτερα η Χίος φημίζεται για τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά της και τους ξυλογλύπτες της, η Κύπρος για τα χρυσοχοϊκά είδη και την κατεργασία χρυσών νημάτων και χρυσών κορδονιών (χρυσογάϊτανα και ασημογάϊτανα), ώστε να στέλνονται τα προϊόντα της σέ όλη τη βαλκανική και τη δύση. Στη Θεσσαλία ακμάζει η υφαντουργία. Στην Τσαγκαράδα, την Αγυιά, Ραψάνη, Αμπελάκια, ασχολούνται οι κάτοικοι με διάφορα μπαμπακερά υφάσματα και την βαφή των κόκκινων νημάτων. Στα Αμπελάκια, «συστήνουν συντροφιές για την πραγμάτεια των νημάτων», που βαστούν εμπορικά σπίτια στη Σμύρνη, στην Πόλη, τη Βιέννη, τη Λειψία. Ολόκληρο το Πήλιο καταγίνεται με τις τέχνες. Στην Ήπειρο οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών ειδικεύονται στην κατασκευή έργων ορισμένου κλάδου της λαϊκής τέχνης. Tο ίδιο και στη δυτική Μακεδονία. Κει διακρίνεται και η Νιγρίτα με τους περίφημονς αλατζάδες· η Καστοριά με την κατεργασία των γουναρικών που φτάνανε ως το Παρίσι και το Λονδίνο· η Νάουσα για τα πολλά και μεγάλα υφαντουργεία της(3). Στα Γιάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα, εκτός από τις άλλες βιοτεχνίες ακμάζουν και εργαστήρια για εκκλησιαστικά είδη και άμφια με βυζαντινή παράδοση και τεχνοτροπία. Σε πολλές πόλεις της Θράκης ευδοκιμεί η αγγειοπλαστική και κεραμεική, όπως π.χ. στην Αίνο και στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου τα μέλη της συντεχνίας, των κεραμιτζήδων, ξεπερνούσαν τα 800. Στον Πόντο καλλιεργείται, η μεταξουργία, μεταλλουργία, χρυσοχοΐα. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι απ’όλους τους βαλκανικούς λαούς οι Έλληνες ήταν οι καλύτεροι χρυσικοί.

Ελάχιστα είναι τα επαγγέλματα που επιδίδονται οι Τούρκοι, που εξακολουθούσαν πάντοτε να είναι στρατιωτικοί, ή στρατοκρατικοί παράγοντες, ή δημόσιοι υπάλληλοι, ή εισοδηματίες τσιφλικούχοι με μεγάλα κτήματα. Οι Τούρκοι δε μπόρεσαν να ασχοληθούν με τα περισσότερα από τα επιτηδεύματα, το μεγάλο εμπόριο και τις συναλλαγές που ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των Ελλήνων. Και δεν υπήρχε πριν από το Εικοσιένα Τούρκος μεγαλέμπορος (εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις), ή τραπεζίτης, σαράφης(4). Τα ισνάφια των σαράφηδων, πάντα ελληνικά, εκτός από μερικές πόλεις που υπήρχαν και Εβραίοι και Αρμένηδες σαράφηδες, άκμαζαν ως τα μέσα του περασμένου αιώνα και σβύσανε σιγά σιγά μέχρι τα τέλη του, όταν ιδρύονταν οι μεγάλες Τράπεζες, πάνω στα πρότυπα της Δύσης. Οι σαράφηδες κρατούσανε όλη τη νομισματική και πιστωτική συναλλαγή της χώρας. Δανείζανε Τούρκους τσιφλικούχους και μικροκτηματίες, πιστώνανε Έλληνες εμπόρους, εμποροβιοτέχνες και συντεχνίες, αλλάζανε νομίσματα, βγάζανε εντολές πληρωμής και διενεργούσαν γενικά όλη τη χρηματική κίνηση που μεταγενέστερα πήραν οι Τράπεζες.

Έλληνες αποκλειστικά κρατούσαν στα χέρια τους την οικοδομική τέχνη και μόνον Έλληνες τέκτονες, κουδαραίοι ή δουλγκέρηδες, χτιστάδες, αρχιμάστοροι και μαστόροι χτίζανε όλα τα σπίτια και τα μέγαρα, τα τζαμιά, τις εκκλησιές, τα δημόσια χτίρια, τους μιναρέδες, τα γεφύρια. «Ουδείς αυτών (των Τούρκων) επαγγέλεται τον αρχιτέκτονα, γράφει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος(5), εις δε και μόνος, ο Σινάν, αφήκεν όνομα ως τοιούτος, όλα δε σχεδόν τα εν Κωνσταντινουπόλει σουλτανικά τζαμιά αρχιτεκτονήθησαν υπό γραικών». Υπήρχε μόνο στις περισσότερες μεγάλες πόλεις ένας Τούρκος, τέκτονας, ο Μεϊμάρ-μπασης, που περιοριζόταν στο να δίδει τις άδειες για τις οικοδομές και να εισπράττει τους φόρους από τον πρωτομάστορα.

Ολόκληρη λοιπόν σχεδόν η οικονομική της χώρας κατεύθυνόταν από τους Έλληνες γιατί οι Τούρκοι περιφρονούσαν κιόλας το εμπόριο και τη χειροτεχνία αφοσιωμένοι το περισσότερο στη γεωργία από καταγωγή και από παράδοση. Έτσι, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις τρέπονταν στα επαγγέλματα. Η σωματειακή οργάνωση εννοείται από το δυνάστη γιατί τον διευκολύνει. Επιδιώκεται από τους ραγιάδες γιατί κι αυτούς σημαντικά βοηθεί. Στους Τούρκους άρεσε να είναι οργανωμένοι σε συνάφια οι εργαζόμενοι, για να διοικούν ευκολώτερα το λαό και να συνεννοούνται αποτελεσματικότερα με τους υπεύθυνους αρχηγούς και ιδιαίτερα με τον πρωτομάστορα, που πίστευαν πως ποτέ δε θα τους γελάσει. Η εύνοια μάλιστα αυτή, πολλές φορές, προχωρούσε ίσαμε την υποστήριξη και την ενίσχυση των ισναφιών από τους Τούρκους. Από την άλλη μεριά, οι μαστόροι προσπαθούσαν πάντοτε για το συμφέρον της δουλειάς τους και της ολότητας να κρατούν αμείωτη την εμπιστοσύνη των Τούρκων και εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις όλες οι εσωτερικές διαφορές βρίσκανε τη λύση τους μέσα στα πλαίσια του ρουσφετιού. H διαχείριση όλη ήταν έργο των μαστόρων σε τρόπο ώστε οι Τούρκοι να μη γνωρίζουν ποτέ την αληθινή περιουσία των ισναφιών. Μόνα τους τα ισνάφια εισπράττουν από τους μαστόρους τους φόρους που όριζε ο Τούρκος Μουφτής ή Κατής κατά την εκτίμησή του στο κάθε ισνάφι χωριστά. Στην περίπτωση που η φορολογία ήταν βαριά ή χρονιά κακή, συζητούσαν οι πρόεδροι ισναφλήδες με τον Τούρκο φορολόγο και συχνά πετύχαιναν μείωση για το συμφέρον των μελών της συντεχνίας. Τα ισνάφια διευκόλυναν τον Τούρκο κυρίαρχο και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. για να εκτελεσθούν γρήγορα και καλά διάφορα οικοδομικά έργα, γεφύρια, τείχη, δρόμοι ή και πολλά άλλα χειροτεχνικά προϊόντα, χρυσαφικά, κεντήματα, κιλίμια, γουναρικά για τους ίδιους τους Τούρκους ή και για δώρα πολύτιμα. Και τα ισνάφια ζητούσαν, στις δημόσιες τελετές, να παρελάσουν οργανωμένα, το καθένα χωριστά με το λάβαρό του, το μπαϊράκι, με τους μαϊστόρες ντυμένους με τις καλύτερες φορεσιές, για να εμφανίσει η Αυτοκρατορία στους ξένους πρέσβεις τη μεγάλη ακμή της οικονομικής της ζωής. Ενωμένοι γερά με τις συντεχνίες οι υπόδουλοι Έλληνες σφιχτοδεμένοι γύρω σε αυτές αποκτούν δύναμη, πλούτη, γίνονται σεβαστοί στον κατακτητή και επιβάλλονται χάρις στην οικονομική τους ανεξαρτησία που επιτρέπει την ηθική, πνευματική και πατριωτική τους υπόσταση.

Τα ισνάφια λειτουργούν, όπως αποδείχνεται από διάφορες πηγές κείμενα, καθώς και από την προφορική παράδοση, παντού στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, σε όλες σχεδόν τις πόλεις, και σε όλα τα μεγαλονήσια. Ακόμη και σε περιοχές που δεν ήταν αστικά κέντρα, παρά αποτελούνταν μόνο από χωριά ή κωμοπόλεις, οι συντεχνίες γνώρισαν μεγάλη ακμή. Σε πολλά μάλιστα μεγαλοχώρια βρίσκομε και συνεργατικούς συνεταιρισμούς. Παράδειγμα, οι συντεχνίες της Χίου για την παραγωγή του μεταξιού, που οι μαστόροι-μέλη των ισναφιών φαίνεται πως εργάζονταν συνεταιρικά. Επίσης και στο Αφκάρι Β.Α. στις Σαράντα Εκκλησιές, που αφού καταστράφηκε μετονομάστηκε Βαφειοχώρι (Μπογιατζίκιοϊ), και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν γύρω στο Βόσπορο, άκμασε καθώς φαίνεται με συνεργατικούς συνεταιρισμούς η βιοτεχνία της νηματουργίας και της βαφικής. Το ίδιο αναπτύχτηκε και στα Κούλα, χωριό 35 χιλ. μακριά από τη Φιλαδέλφεια. Γνωστότατα όμως έχουν γίνει τα περίφημα Αμπελάκια χάρις στα καταστατικά τους, που δείχνουν το θαυμάσιο τρόπο που ήταν οργανωμένοι συνεταιρικά έμποροι, κεφαλαιούχοι και τεχνίτες μαστόροι, καθώς και γενικότερα οι επιχειρήσεις της νηματουργίας και της βαφικής. Συνεργατικούς συνεταιρισμούς βρίσκομε και στην εμπορική ναυτιλία που με αυτούς μπόρεσαν οι Έλληνες καραβοκύρηδες γεμετζήδες, να ανταγωνισθούν τους Βενετσιάνους, Γενοβέζους και άλλους Φράγκους, τους λεγόμενους λεβαντίνους, έποικους της Τουρκίας, και να εξασφαλίσουν και οι γραικοί ειδικά προνόμια.

Τα περισσότερα μεγάλα ρουφέτια τα βρίσκομε φυσικά στην Πόλη, όπου το 1750, όπως αναφέρουν αξιόλογοι συγγραφείς(6) ανθούσαν περίπου 150. Ο Α. Πασπάτης(7) ομως τα αναγράφει ως λιγότερα, περισσότερα από 100. Ο Μαν. Γεδεών στο έργο του(8) αριθμεί τα ισνάφια της Πόλης μονάχα σε 70, ενώ σε άλλο έργο του(9 )τα ανεβάζει σέ 100 και σε άλλο(10), τ’αριθμεί 120. Μεγάλα ισνάφια βρίσκουμε στη Θεσσαλονίκη(11), όπου ακμάζουν πάνω από 40. Στα Γιάννινα, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εργαστηριακής χειροτεχνίας και εμπορίου, όπου αναφέρονται 100 περίπου επαγγέλματα και 40 τουλάχιστο μεγάλα ρουφέτια, έχομε από τα κείμενα, από όσο ξέρομε, τις ακόλουθες πληροφορίες. Ο Ι. Βηλαράς(12), γράφει, πως εκτός από τα άλλα μικρά, τα μεγάλα ρουφέτια των «Γιαννίνων όπου σηστένουν το παζάρη ήνε» 18. Σ’ένα κατάστιχο του Αρχείου του Σταύρου Ιωάννου(13)σημειώνονται 22 μεγάλα ρουφέτια, καθώς και τα ποσά που πλήρωνε το εξάμηνο το καθένα από αυτά ως φορολογία «στήμα» για το βαρούσι (τον χριστιανικό πληθυσμό των Γιαννίνων), στο ταμείο του Αλήπασα. Σε ένα πάλι έγγραφο(14) του 1840 γινομένο ύστερα από συνέλευση συγκροτημένη από όλους τους πρόκριτους και όλη την κοινότητα «των πολιτών Ιωαννιτών» βρίσκομε να υπογράφουν για τον διορισμό των επίτροπων των τεσσάρων εκκλησιών και του Νοσοκομείον «ταύτης της πόλεως των Ιωαννίνων» 37 πρωτομαΐστορες των ισναφιών. Στη Μοσχόπολη αναφέρονται πως λειτουργούσαν πρίν από την Επανάσταση, άλλοτε(15) 20, άλλοτε(16) 13 και άλλοτε(17)17. Ξέρομε επίσης πως στην Αθήνα διακρίνονταν 12 μεγάλες συντεχνίες γύρω στα χρόνια της Επανάστασης(18). Στην Ύδρα, μεγάλο κέντρο εμπορίου και ναυτιλίας, φανερώνονται για την ώρα μόνο 8 μεγάλα ισνάφια με τις διατάξεις τους(19). Στην Ζάκυνθο(20) λειτουργούν 20 συντεχνίες με αξιολογώτατους κανονισμούς και έγγραφα 20 συντεχνιών, που από αυτούς ο παλιότερος χρονολογείται από το 1537. Στην Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα πόλη της βιοτεχνικότατης Θράκης, που πολλοί συγγραφείς αναφέρουν πως τα εργαστήριά της(21) ήταν πολύ περισσότερα από 6.000-8.000, λειτουργούσαν το 1760, όπως γράφει ο Ι.Σαράφογλου 32 ενσάφια, ενώ άλλοι τα αριθμούν σε 80. Στη Φιλιππούπολη(22), όπου σώθηκαν κανονισμοί περίφημοι των μεγάλων ισναφιών των αμπατζήδων (καποτάδων) και των δουλγκέρηδων (χτιστάδων μαστόρων) άκμασαν 25 μεγάλες συντεχνίες. Στο Διδυμότειχο λειτουργούσαν 10, στην Αίνο 17. Γενικά σε όλη τη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, ακόμη και στα νησιά της Προποντίδας και τη Μικρασία, οι τέχνες και το εμπόριον ανθίζουν στα χέρια των Ελλήνων.

Αλλά η ιδιότυπη μορφή του συνεταιρισμού προχωρεί και σε συστήματα πιο σύνθετα δίνοντας τον τύπο της ομοσπονδίας που αποδείχνει πόσο δημιουργικό ήταν το ελληνικό συνεταιριστικό πνεύμα, τόσο που να θυμίζει τις αρχαίες συντέλειες, τις συμπολιτείες και αμφικτυονίες. Παραδείγματα δίνομε, τη συμπολιτεία των 44 χωριών του Σουλιού τα 46 χωριά του Ζαγοριού της Ηπείρου που σχημάτιζαν μια ομοσπονδιακή πολιτεία ονομαζόμενη «το Κοινόν των Ζαγορισίων»· τα 24 χωριά του Πήλιου, τα 5 χωριά της περιφέρειας του Μετσόβου και άλλα κουτσοβλαχικά χωριά της Πίνδου που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Αβδέλλα, το Ματσούκι, το Συρράκο, οι Καλαρρύτες. Όλα αυτά σχηματίζουν ιδιαίτερες κοινότητες που αυτοδιοικούνται με πνεύμα δημοκρατικό και συνεταιρικό και όπου τα ισνάφια παίζουν σημαντικό ρόλο. Χάρις μάλιστα στα προνόμια που τους παραχωρούν κατά καιρούς τα σουλτανικά φερμάνια τα μέρη αυτά ευημερούν και αυξάνουν τον πληθυσμό τους. Στη Χαλκιδική ανθίζουνε δύο γερές ομοσπονδίες, τα Χάσικα και τα Μαδεμοχώρια, που διοικούν 360 χωριά και καλοζούν από την εκμετάλλευση του μαντεμιού. Και η Κοινότητα του Άθω, που μολονότι τα μοναστήρια της δεν ήταν όλα ελληνικά, διοικούνταν ωστόσο από ένα κοινό συμβούλιο.

Μια από τις ανώτατες μορφές που έφτασε το συνεταιριστικό σύστημα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ήταν π.χ. το περίφημο Κοινό του Μελένικου, βυζαντινό εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο από τα μεγαλύτερα της Βαλκανικής. Το κοινό αυτό, που θυμίζει τα συστήματα των Δήμων, βασιζόμενο όχι μόνο στα κοινά συμφέροντα, αλλά και σε βαθύτερες κοινωνικές αρχές, θεμέλιωσε ένα καθεστώς πλατειάς φιλανθρωπικής δράσης με την Αδελφότητα που διαχειριζόταν την εκκλησιαστική και σχολική περιουσία.

Μα, αν και σε τόσο σύνθετες και ολοκληρωμένες μορφές έφτασε το ελληνικό συνεταιριστικό πνεύμα, παράλληλα λειτουργούσαν και κατώτεροι πρωτόγονοι σχηματισμοί. Στο τσελιγκάτο της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας βρίσκομε αποκρυσταλλωμένο συνεταιρικό σχηματισμό στην πρωτόγονη μορφή του. Πρωτόγονους επίσης κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς συναντάμε σε πολλά χωριά της Ελλάδος με τους σμίχτες για το νοίκιασμα των λειβαδιών. Υπάρχουν όμως και άλλοι τύποι κτηνοτροφικών συνεταιρισμών, όπως οι λεγόμενοι, σερμπιές, στην Ακαρνανία, καθώς και τα μιτάτα, τα παραδιάρικα και τα κοινάτα στην Κρήτη. Δεν πρέπει να παραλείψομε τις συνεταιριστικές των ψαράδων που ευδοκίμησαν στις πολιτείες της Μαύρης Θάλασσας (Μεσημβρία, Αγχίαλος, Σωζόπολη, Πύργος κ.λπ.), όπως και τις συνεργατικές των σφουγγαράδων που λειτούργησαν στην Αίγινα, την Ύδρα, τα Δωδεκάνησα και πολλές τους λειτουργούν ακόμη σήμερα. Αξιοσημείωτες ήταν οι συνεργατικές πολλών χωριών, τα συνάφια της δουλειάς, όπως τα λέγανε, δηλ. μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες συντρόφους, που άλλοι απ’αυτούς είχαν την ίδια ειδικότητα και άλλοι συναφή επαγγέλματα. Δούλευαν μαζί κάτω από ένα μάστορα ή πρωτομάστορα-τέκτονα που ήταν και εργολάβος και εργοδότης και συχνά συνεταιρος. Ο πρωτομάστορας φρόντιζε να βρίσκει τις δουλειές, να διαχειρίζεται κάθε ζήτημα και να κανονίζει κάθε χρηματική και εμπορική συναλλαγή του συνεργατισμού. Η ομάδα του κάθε μάστορη αποτελούνταν συνήθως από 10-20 τεχνίτες. Οι μεγάλες όμως συντροφιές είχαν και 100 τεχνίτες από όλες τις ειδικότητες και πήγαιναν μπουλούκια μπουλούκια σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και κυρίως στις πόλεις. Κατέβαιναν ως την Πελοπόννησο τραβούσανε στη Μακεδονία, στη Θράκη, ίσαμε την Πόλη και σε όλη τη Βαλκανική και Μικρασία.

Η συνεταιριστική αυτή μορφή είχε και μικρότερους σχηματισμούς. Όλοι όμως, μικροί και μεγάλοι σχηματισμοί της δουλειάς είχαν, μια ορισμένη ελαστικότητα στους κανόνες της εργασίας τους. Ανάλογα με την κάθε περίπτωση άλλαζαν οι λεπτομέρειες και οι όροι της συμφωνίας ανάμεσα στους συνεταίρους σύμφωνα βέβαια με τις συνθήκες της κάθε εργασίας.

Τα ισνάφια διοικούνταν, όπως και στα βυζαντινά χρόνια, με άγραφους νόμους και διατάξεις, που καθόριζαν όμως με σαφήνεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντα τόσο των αρχηγών του ισναφιού όσο και όλων των άλλων μαστόρων και τεχνιτών. Αλλά από το ΙΗ' αιώνα καθώς η δράση των ισναφιών γίνεται σε πολλά πολυσχιδής, τα μέλη τους πληθαίνουν και κατά συνέπεια δημιουργούνται και μερικές παραβάσεις, αρχίζουν να συντάσσονται καταστατικά, ενώ πολλά ισνάφια και στα τέλη του ΙΘ' αιώνα ακόμη, ρυθμίζουν την πορεία τους με άγραφες διατάξεις. Τα καταστατικά των διάφορων ισναφιών, που φυσικά είχαν πολλές ομοιότητες και άλλα μερικές διαφορές μεταξύ τους, εγκρίνονταν πρώτα στη γενική συνέλευση της συντεχνίας και ύστερα επικυρώνονταν μονάχα και τυπικά από την Εκκλησία χωρίς την τουρκική επέμβαση. Συχνά στις μεγάλες πόλεις βρίσκομε και ένα κοινό κανονισμό ανάμεσα στις συντεχνίες χρήσιμο για να λαβαίνουν όλες μαζί, χωρίς δυσκολία και χρονοτριβή, κοινές αποφάσεις στα σοβαρά ζητήματα της πολιτείας. Tον κοινό κανονισμό των συντεχνιών της Θεσσαλονίκης βλέπομε επικυρωμένο από τον Μητροπολίτη και γραμμένο στον Κώδικα της Μητρόπολης (1830).

Η οργάνωση, νόμοι και κανόνες των ελληνικών ισναφιών αποδείχνουν πως κύριο μέλημα είχε κάθε ισνάφι τη φροντίδα και την περιφρούρηση των επαγγελματικών και εμπορικών συμφερόντων καθώς και την ενότητα των παραγωγικών τάξεων. Παράλληλα εξασφάλιζε στους εργαζόμενους ενιαία, γρήγορη και συμφέρουσα προμήθεια των αναγκαίων ειδών από τους τόπους της παραγωγής τους. Σύγχρονα όμως μεριμνούσε και για την δίκαιη κατανομή των πρώτων υλών, ώστε όλοι να βρίσκονται στο ψηλότερο επίπεδο της παραγωγικής τους εργασίας και να αναπτύσσεται η παραγωγική ικανότητα και απόδοση και του πιο φτωχού μάστορη.

Άλλες βασικές αρχές των ισναφιών ήταν η προάσπιση της συντεχνιακής ελευθερίας των μαστόρων, η διατήρηση των ηθικών αρχών τους, το αυθυπεύθυνον και αλληλεύθυνον. Η συσσωματωμένη κοινωνία τους απομάκρυνε κάθε εγωϊστικό συμφέρον και είχε για αξίωμα την υποταγή στο καλό του κοινωνικού συνόλου. Όργανα αποκλειστικά τήη εργασίας, αλλά και όργανα της αγάπης για τον άνθρωπο, φρόντιζαν να αποφεύγονται οι αταξίες, τα αθέμιτα κέρδη, οι κερδοσκοπίες στον κάθε κλάδο, να αποκλείονται οι εκμεταλλεύσεις στην παραγωγή και στη διάθεση και να περιορίζεται σε λογικά όρια το εμπορικό κέρδος. Οι αρχές τους βασίζονταν στο να θεραπεύουν όχι μόνον οικονομικά τον κάθε εργάτη, αλλά και να τον τονώνουν ιδεολογικά και να τον ανυψώνουν κοινωνικά. Γι’αυτό οι νόμοι της δουλειάς των μελών των ισναφιών στηρίζονταν πάντα σε μια συνεταιρική ιδέα που περιόριζε την εκμετάλλευση του εργάτη από τον εργοδότη, του παραγωγού από τους μεσάζοντες. Έτσι ο ίδιος ο παραγωγός ή ο κατασκευαστής ήταν και εμπορευόμενος ή ερχόταν σε άμεση επαφή είτε με τον έμπορα, είτε με τον καταναλωτή.

Μέλη στα ισνάφια ήταν, όπως και στα βυζαντινά χρόνια, μονάχα οι αποκαταστημένοι μαστόροι που κατοικούσαν μόνιμα σε μια πόλη. Όλοι είχαν τα εργαστήριά τους που σύγχρονα ήταν και μαγαζιά.

Οι μάστοροι του κάθε ισναφιού αλληλοκαλούνταν, μαστόροι. Ο κάθε μάστορης μαζί με τους τεχνίτες του σχημάτιζαν μια ομάδα, ένα οργανωμένο πλαίσιο κοινωνικών θεσμών, πατριαρχικής ιεραρχίας και τάξης. Καταντούσε έτσι η τέχνη να συνεχίζεται αδιάκοπα μέσα στις ίδιες οικογένειες από πατέρα, σε γυιο και εγγόνι. Οι μαστόροι βγάζανε τους γυιους τους μαστόρους και οι καλφάδες μάθαιναν στα παιδιά τους την ίδια τέχνη.

Ποτέ κανείς δεν μπορούσε να βγει τεχνίτης αν δεν πήγαινε από πολύ μικρός να γίνει, μαθητούδι, να μαθητέψει ή να υπηρετήσει (σε εργαστήρι, μαγαζί, γραφείο ή και στο σπίτι) κοντά σε μάστορα, που συνήθως δεν τον πλήρωνε τον πρώτο καιρό αλλά μόνο τον έτρεφε, τον έντυνε και συχνά τον στέγαζε.

Με τον καιρό, πάνω στα δύο χρόνια περίπου, το μαθητούδι, γινόταν τσιράκι και έπαιρνε μισθό, ρόγα, στην αρχή πολύ μικρό, ίσαμε ένα γρόσι τη μέρα, ρόγα που κάθε χρόνο αύξανε. Άμα περνούσαν τέσσερα πέντε χρόνια και έπαιρνε, μεριάτικο, πέντε γρόσια περίπου και γινόταν βοηθός, παραγιός, του τεχνίτη, του κάλφα, τότε ο μάστορης συμφωνονσε με το χρόνο. Τούδινε το μεριάτικο τον αλλά και μια λίρα τη χρονιά καθώς κι ένα ζευγάρι παπούτσια είτε τη Λαμπρή, είτε τα Χριστούγεννα. Σα μάθαινε καλά την τέχνη γινόταν πια, κάλφας ή μπασκαλές και αργότερα, αν η δουλειά του μάστορη το απαιτούσε, είχε ανάγκη από μεγαλύτερο τεχνίτη, γινόταν πρώτος τεχνίτης, πρωτόκαλφας. Ο πρωτόκαλφας ή ο κάλφας διεκδικούσαν πάντα τα συμφέροντα όλων των άλλων τεχνιτών. Κάθε αίτηση προς τον μάστορα ή κάθε παράπονο των άλλων καλφάδων και των τσιρακιών γινόταν πάντα διά μέσου του πρωτόκαλφα ή του γεροντότερου κάλφα. Οι καλφάδες πέρνανε εχτός από το μεριάτικο και το χρονιάτικο, δύο λίρες κατ’αποκοπή και δύο ζευγάρια παπούτσια. Εχτός όμως από το χρονιάτικο οι καλοί τεχνίτες πρωτοκαλφάδες και καλφάδες, κάνανε και άλλες συμφωνίες με το μάστορη, που ποίκιλλαν κατά την αξία τους και την ικανότητά τους στη δουλειά. Συνήθως ζητούσαν και μια άλλη αμοιβή, τη διάβα, ένα ποσό δηλ. που τόδινε ο μάστορας σαν τέλειωνε η δουλειά. Όλοι οι τεχνίτες, όπως και τα τσιράκια, σπάνια αλλάζανε μάστορα γιατί το είχαν ντροπή να πηγαίνουν από τον έναν μάστορη στον άλλο. Το ίδιο και οι μαστόροι δεν το θεωρούσαν τιμή τους να παίρνουν τους τεχνίτες του άλλου μάστορα.

Για να γίνει μάστορας και ισναφλής, μέλος στο ισνάφι, ένας πρωτόκαλφας ή κάλφας, έπρεπε πρώτα να πάρει την συγκατατάθεση του δικού του μάστορα, που αυτός πάλι ζητούσε στον πρωτομάστορα του ισναφιού την άδεια για να αναγορευτεί ο κάλφας του σε μάστορη. Ο πρωτομάστορας τόλεγε στο συμβούλιό του και όλοι μαζί ξετάζανε αν είναι δόκιμος τεχνίτης, έμπειρος μάστορας, τίμιος άνθρωπος, μπορεί να. έχει όλη την ευθύνη της δουλειάς και αν στο επάγγελμα της συντεχνίας μπορούσε να προστεθεί ένας καινούριος μάστορης και μαγαζί. Ο κάλφας γύρευε την προαγωγή του σαν είχε μαζέψει αρκετό ποσό για να πληρώσει το δασμό, τη μαστοριά, ή το μπασκαλίτικο, στο ισνάφι της συντεχνίας. Τότε ο πρωτομάστορας τον ανάδειχνε στη συνέλευση σε μάστορη ενώ οι άλλοι τον αναγνώριζαν για συνάδελφο. Πάντα με την ανάδειξη του κάθε μάστορη γινόταν λειτουργία και ακολουθούσε μεγάλο τραπέζι και γλέντι. Σ’αυτό λάβαινε μέρος όλη η σύναξη των μαστόρων, που αυτοί το πρόσφερναν στο νέο σύντροφο. Στο κεφάλι του τραπεζιού καθόταν πάντα ο γεροπρωτομάστορας, ο πατριάρχης της οικογένειας των μαστόρων.

Το διοικητικό συμβούλιο του κάθε ισναφιού απαρτιζόταν συνήθως από πέντε-έξη μέλη μαστόρους. Σε ελάχιστα ισνάφια, στα πολυμελή, βρίσκομε και δώδεκα μέλη, τη δωδεκάρα. Στη γενική συνέλευση, τη σύναξη, διάλεγε κάθε ισνάφι ανάμεσα στους μαστόρους του τον τιμιότερο και πιο σεβαστό νοικοκύρη για Πρόεδρο, αρχηγό του, τον πρωτομάστορα ή πρωτομαΐστρο, ή μαγίστορα κ.λπ. Η ψηφοφορία γινόταν κάθε χρόνο ή κάθε δυο χρόνια με προφορικό λόγο και δυνατά, με βουή, για να ξέρουν όλοι τη διάθεση που είχε ο καθένας και ποιον διάλεγε για αρχηγό του. Συχνά ο ίδιος ο πρωτομάστορας, αν ήταν ευχαριστημένο το ισνάφι, έμενε είκοσι και τριάντα χρόνια.

Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με βουή, διαλέγανε οι μαστόροι και όλους τους άλλους που θα διοικούσαν το ισνάφι και στις απαιτήσεις των οποίων θα υποτάσσονταν: Το γραμματέα, πού κρατούσε τα κατάστιχα της συντεχνίας, το τεφτέρι για όλες τις δοσοληψίες της, τις συνδρομές, τις εισφορές, τις δωρεές, τα κληροδοτήματα, τους φόρους κ.λπ. Τον ταμία, τον κασσιέρη, και τους τρεις συνήθως συμβούλους, που όλους αυτούς τους λέγανε συχνά και πρωτομαστόρους και θεωρούνταν οι μεγαλύτεροι ισναφλήδες γιατί είχαν τιμηθεί πάνω από όλους τους άλλους ομοτεχνίτες τους για να εφορεύουν μαζί με τον πρόεδρο τους θεσμούς και κανονισμούς που σχετίζονταν με το επάγγελμά τους. Ήταν δηλ. σα να πούμε, οι Jurés, των συντεχνιών του δυτικού μεσαίωνα.

Αμέσως ύστερα από τις εκλογές στέλνανε έγγραφο στον Κατή για να τον πληροφορήσουν ποιος βγήκε πρωτομάστορας και από ποιους αποτελούνταν το συμβούλιο. Και μόνο όταν λάβαιναν απάντηση από την τουρκική αστυνομία πως τους αναγνώριζε έπαιρνε τον τίτλο του και την αρμοδιότητά του ο πρωτομάστορας και όλα τα άλλα μέλη του συμβουλίου.

Κάθε πρωτομάστορας αρχηγός, επαγρυπνούσε για τα συμφέροντα του ισναφιού. Φρόντιζε για τα έσοδα, μάζευε τους φόρους για το επιτήδευμα, καθώς και τον κεφαλικό φόρο, που τους πλήρωνε ύστερα όλους μαζί στους Τούρκους. Εκπροσωπούσε παντού το ισνάφι και είχε μεγάλο κύρος και εξαιρετική θέση στην κοινωνία. Πρωτοστατούσε στις συμφωνίες που κάνανε ανάμεσά τους οι μαστόροι. Φρόντιζε αδιάκοπα να ρυθμίζει τις τιμές στα είδη που κατασκεύαζαν ή εμπορεύονταν οι μαστόροι. Γενικά ενδιαφέρονταν για την παραμικρότερη λεπτομέρεια, αν π.χ. οι πήχες και τα ζύγια ήταν σωστά. Κύριο μέλημά του είχε ο πρωτομάστορας, να καθορίζει μαζί με το συμβούλιό του με δικαιοσύνη και ακρίβεια τα ημερομίσθια, τα μεριάτικα, των τεχνιτών που ποικίλλαν ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής και της αγοράς. Είχε κάθε εξουσία πάνω στους συντεχνίτες και τους παρακολουθούσε στη ζωή και τη δουλειά τους. Άγρυπνα εξέταζε αν κάθε μέλος γνώριζε καλά τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αν εφάρμοζε τους κανόνες και τις διατάξεις του ισναφιού, αν εργαζόταν ειλικρινά και τίμια. Σ’αυτόν γινόταν κάθε παράπονο για οποιαδήποτε υπερβασία και είχε δικαίωμα να τιμωρεί μόνος του ή ύστερα από απόφαση του συμβουλίου, κάθε παραβάτη με πρόστιμα ή με βαρύτερες ποινές.

Τα περισσότερα ισνάφια είχαν μεγάλα οικονομικά μέσα. Οι πρόσοδοί τους προέρχονταν από την μηνιαία ή ετήσια συνεισφορά των μελών τους που κι αυτή ποίκιλλε κατά τη δύναμη και την τάξη του κάθε μάστορη· από το δασμό, τη μαστοριά, που πλήρωνε ο κάθε κάλφας σα γινόταν μάστορης και άνοιγε δικό του μαγαζί· από τα ποσά που δίνανε το μήνα οι καλφάδες, τα τσιράκια, στο μάστορά τους για εθνικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Σαν πέθαιναν οι μαστόροι άφηναν απαράβατα στις συντεχνίες τους δωρεές και κληροδοτήματα για αγαθοεργούς, κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς σκοπούς και μάλιστα οι πλουσιότεροι ισναφλήδες. Άλλη είσπραξη του ταμείου ήταν οι τόκοι που παίρνανε από τους εμποροβιοτέχνες όταν η συντεχνία τους δάνειζε χρήματα. Πρόσοδος ήταν τα πρόστιμα που πλήρωναν, δέκα δεκαπέντε γρόσια, όσοι μαστόροι δεν πήγαιναν αδικαιολόγητα στις κηδείες των συντεχνιτών τους και όσοι δεν πήγαιναν στη γενική συνέλευση, στη σύναξη, όπως και αρκετά ποσά δίνανε κείνοι που απειθαρχούσαν στην τάξη και στις διαταγές της συντεχνίας.

Από το ταμείο των συντεχνιών τον κορβανά, συντηρούσαν γιατρούς, φαρμακεία, βοηθούσαν άρρωστους συντεχνίτες, γέροντες. Είχαν ταμείο προνοίας, για να περιθάλπουν με την ίδια στοργή χριστιανούς, χήρες, ορφανά, Τούρκους, Εβραίους. Δανείζανε με τόκο μετριότατο ή και άτοκα όσους γίνονταν μαστόροι ,και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, τη μαστοριά. Δίνανε μηνιαία χρημ anarxikostrapezitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ