2012-06-17 16:00:10
Φωτογραφία για Υπόθεση «Λυμπέρη» – Η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα
05 Ιανουαρίου 1972: Ο Βασίλειος Λυμπέρης θα καταδικασθεί σε θάνατο και θα εκτελεσθεί για την δολοφονία της γυναίκας, της πεθεράς και των δύο παιδιών του Οπλίσατε – Επί σκοπόν – Πυρ!

Ξημερώματα Παρασκευής 25 Αυγούστου 1972. Μια ακόμα ζεστή, καλοκαιρινή μέρα αρχίζει. Ωστόσο, τον 27χρονο ηλεκτρολόγο Βασίλη Λυμπέρη αυτό ελάχιστα τον ενδιαφέρει. Στις 5.49’, ακριβώς, ακούει για τελευταία φορά έναν ζωντανό ήχο: .. είναι η ομοβροντία πυρός από δώδεκα στρατιωτικά τουφέκια, που εκπυρσοκροτούν ταυτόχρονα. Την ίδια στιγμή, έξι σφαίρες κτυπούν το σώμα του και τον ρίχνουν νεκρό. Αν δεν του είχαν δέσει τα μάτια με ένα λευκό μαντήλι θα μπορούσε, πριν πεθάνει, να δει την έκφραση στα πρόσωπα των δώδεκα στρατιωτών του εκτελεστικού αποσπάσματος, που στέκονταν απέναντί του,σημαδεύοντάς τον με τα όπλα τους. Είναι η ώρα που στον ουρανό χαράζονται οι πρώτες λάμψεις του ήλιου Ο Β. Λυμπέρης

Περίπου μιάμιση ώρα νωρίτερα, ο Β. Λυμπέρης κοιμόταν ακόμα στο κελί του στις δικαστικές φυλακές Αλικαρνασσού Κρήτης, όπου εκρατείτο μετά την καταδίκη του σε θάνατο, το Μάιο του ίδιου έτους, για τη δολοφονία (με εμπρησμό) της γυναίκας, της πεθεράς και των δύο ανήλικων παιδιών


του τον προηγούμενο Ιανουάριο. Θα πρέπει να είχε διαισθανθεί ότι η κρίσιμη ώρα πλησίαζε, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει από έναν δεσμοφύλακα μολύβι και χαρτί για να γράψει ένα σύντομο γράμμα αποχαιρετισμού προς τη μητέρα του (διατηρείται η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου):

«Αγαπημένη μου μητέρα,

σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα, τα αδέλφια μου, τον Γιάννη, τη

Σοφία, το Φλωράκι και τη νονά. Μητέρα, θα πρέπει να ξέρεις πως βρισκόμαστε στην κοιλιά της Κλαυθμώνος. Κλαυθμυρισμός είναι η πρώτη φωνή την οποία εκβάλλει ο άνθρωπος, όταν αφήνει τα μητρικά σπλάχνα και ως ύπαρξις ιδιαιτέρα καταλαμβάνει θέσιν εις τον κόσμον αυτόν.

Η πείρα της καθημερινής ζωής και η ιστορία της ανθρωπότητος τι άλλο μαρτυρούν παρά το ότι ο

πόνος και η θλίψις είναι ο αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου επί της γης. Κουράγιο μητέρα και στήριξε την ελπίδα σου στον παρήγορον Ιησούν Χριστόν, όπως την στηρίζω και εγώ. Προσευχήσου

όπως προσεύχομαι και εγώ και θυμήσου ότι η Παναγία διήλθε την ψυχικήν ρομφαία, όταν αντίκρισε

εις τον Σταυρόν νεκρόν τον Μονογενή Υιόν της. Ευχαριστώ και αναγνωρίζω τον αγώνα που δώσατε όλοι για την δικαίωσίν μου. Μην τρομάζετε με τα λόγια των κριτών μου, γιατί και αυτοί θα κριθούν. Υπεράνω όλων βρίσκεται ο Θεός και Θεού θέλοντος τελείται κάθε απόφαση. Ευχαριστώ και τον

υπέροχο κύριο Θεοδώρου (σ.σ.: τον συνήγορό του) που έδωσε πραγματική μάχη για μένα και τον θεωρώ νικητή και όχι ηττημένο.

Και μην ξεχνάς μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται την ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα.

Βασίλειος Λυμπέρης»

Ήταν οι τελευταίες του γραμμές. Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι του και παρακάλεσε να έλθει ο ιερέας της ενορίας Κων. Ασπετάκης για να τον κοινωνήσει. Μπροστά του, ο Β. Λυμπέρης δάκρυσε και παρακάλεσε «να τον συγχωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι». Ωστόσο, δεν φανταζόταν πόσο είχε «κοντύνει» ο χρόνος γι αυτόν, καθώς τις προηγούμενες ημέρες είχε δώσει χρήματα σε συγγενείς του προκειμένου να του αγοράσουν ορισμένα ατομικά είδη που θα τα χρειαζόταν την επομένη μέρα.

Στις 4.20΄ μπήκε στο κελί του μελλοθάνατου ο αρχιφύλακας Γιάννης Καβαλιεράκης και τον οδήγησε

στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Εκεί βρίσκονταν ακόμα, ο αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου Α. Νικολόπουλος, ο γραμματέας της Εισαγγελίας, ο Διοικητής Χωροφυλακής, ο νεαρός ιερέας Μανώλης Ανδριανάκης και άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Με κάθε τυπικότητα, ο αντιεισαγγελέας του ανακοίνωσε την απόφαση της εκτέλεσης. Διάβασε ακόμα την απόφαση του

δικαστηρίου και την ποινή που του είχε επιβληθεί και στη συνέχεια του γνωστοποίησε την ώρα εκτέλεσης της ποινής. Σύμφωνα με τον Μ. Ανδριανάκη, με το άκουσμα της είδησης αυτής «ο Λυμπέρης κατέρρευσε. Σωριάστηκε σε μία καρέκλα. Είχε παραλύσει. Ήταν τόσο αδύναμος που

δεν μπορούσε να ανάψει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του και το άφησε πάνω στο γραφείο».

Αλλά και όσοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω του, το ίδιο αμήχανοι και συγκλονισμένοι μπροστά στο επερχόμενο τέλος, ανέσυραν κάποια λόγια συμπαράστασης και συμπάθειας.

Ο Β. Λυμπέρης παρέμεινε στο γραφείο του διευθυντή για λίγη ώρα. Στις 5.15΄ η πόρτα του

γραφείου άνοιξε, ο μελλοθάνατος με αργά βήματα διέσχισε το διάδρομο συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες και επιβιβάστηκε στο όχημα, που θα τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, το πεδίο

βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Σ.Ε.Α.Π.) στην περιοχή «Δύο Αοράκια». Φορούσε μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Όπως αναφέρουν αυτόπτες μάρτυρες ήταν

αδύνατος και αξύριστος, αλλά σχετικά ψύχραιμος.

Η διαταγή για την εκτέλεση είχε φθάσει στη Σ.Ε.Α.Π. 48 ώρες νωρίτερα. Όπως θυμάται ο Μ. Ανδριανάκης (υπηρετούσε, τότε, τη θητεία του στη μονάδα αυτή) «δύο ημέρες πριν από την εκτέλεση

με κάλεσε ο διοικητής μου στη Σ.Ε.Α.Π., για να μου ανακοινώσει ότι έπρεπε να παραστώ στην εκτέλεση του Λυμπέρη, τον οποίο είχα γνωρίσει στις φυλακές και τον είχα εξομολογήσει. Τον

ρώτησα αν μπορούσα να το αποφύγω και μου απάντησε: ‘Όχι, είναι διαταγή’. (…) Την παραμονή κάλεσε όλους τους στρατιώτες του Λόχου Διοικήσεως, από τον οποίο θα έπαιρνε τους εθελοντές

για τη στελέχωση του εκτελεστικού αποσπάσματος. Άρχισε να τους μιλά για τα εγκλήματα του Λυμπέρη. Να περιγράφει, καρέ-καρέ, πως έβαλε τη φωτιά και πως έκαψε τους τέσσερις ανθρώπους. ‘Σ΄ αυτόν τον εγκληματία αξίζει παραδειγματική τιμωρία’ τους έλεγε. Τριάντα στρατιώτες προθυμοποιήθηκαν να πάρουν μέρος στην εκτέλεση. Από αυτούς επελέγησαν δώδεκα».

Σύμφωνα με το νόμο 3861/1929 «περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής» την εκτέλεση

πραγματοποιούσε στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 12 άνδρες και έναν αξιωματικό (σφαίρες μόνο στα έξι τυφέκια), ενώ με μεταγενέστερες εγκυκλίους και σύμφωνα με τον

σωφρονιστικό και στρατιωτικό κώδικα οριζόταν ως ώρα της εκτέλεσης η στιγμή που χαράζει, ώστε ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Μια πρόβλεψη φιλευσπλαχνίας στην αγριότητα του τελετουργικού …

Την πομπή των τριών αυτοκινήτων της χωροφυλακής, που μετέφερε τον Β. Λυμπέρη και τους παράγοντες της εκτέλεσης από τις φυλακές στα «Δύο Αοράκια», ακολουθούσε ένα ταξί, στο οποίο βρίσκονταν ο δικαστικός συντάκτης της ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας «Τα Σημερινά» Νίκος Γερακάρης και ο φωτορεπόρτερ της ίδιας εφημερίδας Βασίλης Καραμανώλης (αποκλειστικός φωτογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή», με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας).

«Προσπαθούσα από πολύ καιρό να μάθω πότε θα γινόταν η εκτέλεση Λυμπέρη, γιατί ήθελα να κάνω μία δημοσιογραφική επιτυχία» θα πει αργότερα ο Ν. Γερακάρης και ο Β. Καραμανώληςθα συμπληρώσει: «Το πρωί της Πέμπτης, 24ης Αυγούστου του 1972, ήρθε στο γραφείο μου ο (…) Νίκος Γερακάρης, και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω σε μία δημοσιογραφική αποστολή για μία ή

δύο ημέρες. Τον ρώτησα ‘ποιο ήταν το θέμα’ και μου απάντησε χαμογελώντας: ‘Είναι δικό μας,

αποκλειστικό. Θα πάμε στην Κρήτη (…). Θα εκτελέσουνε τον Βασίλη Λυμπέρη’ (…)».

Ο Ν. Γερακάρης σημειώνει πως «στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που μείναμε στην Κρήτη, είπαμε να μας ξυπνήσουν στις 3 τα ξημερώματα. Με ένα ταξί, που μας περίμενε, πήγαμε στις φυλακές Αλικαρνασσού και περιμέναμε την έξοδο του αγήματος με τον θανατοποινίτη. (…) Στις 3.30, εντελώς νύχτα ακόμα, άναψαν τα ξαφνικά πολλά φώτα στις φυλακές (…). Ακολουθήσαμε το άγημα και φτάσαμε στο σημείο της εκτέλεσης (…)». Εκεί περίμενε το στρατιωτικό απόσπασμα. Ακόμα, παρόντες -από κάποια απόσταση, αφού άνδρες της χωροφυλακής δεν επέτρεπαν σε κανένα να πλησιάσει- ήταν η μητέρα του Β. Λυμπέρη, Σοφία και ο αδελφός του, Δημήτρης, ενώ στην Κρήτη είχε φθάσει και ο πατέρας του, ο οποίος όμως δεν παραβρέθηκε στη διαδικασία. Λίγο πριν ξημερώσει, στο άγριο τοπίο του πεδίου βολής, οι καρδιές είχαν παγώσει κι έτσι ο επικεφαλής αξιωματικός έλεγε ανέκδοτα στους στρατιώτες για να τους κρατήσει ψύχραιμους.

Ο Ν. Γερακάρης προχώρησε προς το σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι, ενώ ο Β. Καραμανώλης δεν μπορούσε να πλησιάσει, επειδή απαγορευόταν η δημοσιότητα των εκτελέσεων. «Τις φωτογραφικές μηχανές τις είχα μέσα σε μια βαλιτσούλα ταξιδιού, για να μην αποκαλυφθώ» θυμάται ο ίδιος. «Αντιμετωπίζαμε όμως και ένα μεγάλο πρόβλημα για τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής. Ήταν μεγάλη η απόσταση από το σημείο που θα έπρεπε να σταθώ για να τραβήξω τις φωτογραφίες. Παράλληλα, θα ήμουν ακάλυπτος και θα μπορούσαν οι χωροφύλακες να με εντοπίσουν εύκολα (…)». Λίγο αργότερα, έφθασε στην περιοχή ένας δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας «Πατρίδα» ο οποίος άφησε το αυτοκίνητό του στο σημείο που βρισκόταν ο φωτορεπόρτερ και προχώρησε προς τους χωροφύλακες. «Μου αφήνει το αυτοκίνητό του» συμπληρώνει ο Β. Καραμανώλης «και εγώ στήνω τις μηχανές μου και προσπαθώ να εστιάσω από μεγάλη απόσταση και χωρίς τους φακούς που έχουμε σήμερα».

Μόλις ο Β. Λυμπέρης έφθασε στον τόπο της εκτέλεσης, τον πλησίασε ο ιερέας και ύστερα ο Γιατρός για να τον εξετάσει (σ.σ.: το πλέον παράδοξο ήταν πως ο κανονισμός προέβλεπε ότι ο μελλοθάνατος θα έπρεπε να είναι υγιής κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του, αλλιώς η διαδικασία αναβαλλόταν!). Τελευταίος πήγε κοντά του ο αντιεισαγγελέας. «Θέλεις να πεις κάτι; Έχεις καμιά

τελευταία επιθυμία;» τον ρώτησε. «Όχι, τίποτα» απάντησε ο Β. Λυμπέρης. Δεν ήθελε ούτε να καπνίσει… Απέμεναν μόνο λίγα λεπτά για να ξημερώσει. «Τα λεπτά αυτά μας φάνηκαν αιώνες»σημειώνει με συγκίνηση ο Ν. Γερακάρης. Ο Β. Λυμπέρης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Ο επικεφαλής υπολοχαγός του αποσπάσματος ήρθε κοντά του και του πέρασε ένα λευκό μαντήλι. Μετά, δύο χωροφύλακες τον οδήγησαν, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, σε έναν μικρό λόφο στην άκρη του πεδίου βολής. Στεκόταν απέναντι σε δεκάδες μάτια που τον κοιτούσαν και τους δώδεκα παραταγμένους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ο αξιωματικός κατευθύνθηκε στο απόσπασμα και φώναξε: «Οπλίσατε – Επί σκοπόν». Ο Μ. Ανδριανάκης θυμάται: «Όταν άρχισαν τα παραγγέλματα, κάποιοι κρύφτηκαν πίσω από το στρατιωτικό όχημα για να μην βλέπουν. Τα όπλα, τύπου Μ-1, ‘χόρευαν’ στα χέρια των αντρών του

εκτελεστικού αποσπάσματος. Εγώ έψελνα την προσευχή και τα μάτια μου ήταν στραμμένα σ΄ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν αντέδρασε, δεν πανικοβλήθηκε, δεν φώναξε. Παραδόθηκε στη μοίρα του».

Το παράγγελμα «πυρ!» έσβησε μέσα σε μία ομοβροντία πυροβολισμών. «Οι σφαίρες γάζωσαν το σώμα του, που έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Πως είναι ένα κοτόπουλο που του κόβεις το λαιμό και χτυπιέται κάτω, έτσι ήταν το σώμα του Λυμπέρη» λέει ο Μ. Ανδριανάκης. Τον αχό των πυροβολισμών διέτρησε η σπαρακτική φωνή της μητέρας του Β. Λυμπέρη: «Βασίλη μου!». Για λίγα δευτερόλεπτα, μερικές ματιές στάθηκαν πάνω της.

Μόλις κατακάθισε το σύννεφο της σκόνης που σήκωσαν οι σφαίρες, ήταν η σειρά του επικεφαλής υπολοχαγού να εκτελέσει τη χαριστική βολή. Όμως η ταραχή του ήταν έκδηλη και διέταξε έναν επιλοχία να τον αντικαταστήσει. Αλλά και ο επιλοχίας ήταν ταραγμένος. Άφησε το περίστροφο που κρατούσε και πήρε ένα αυτόματο όπλο. Πλησίασε το πεσμένο σώμα του Β. Λυμπέρη, έστρεψε το βλέμμα του αλλού και πυροβόλησε. Λόγω του εκνευρισμού του, από το όπλο έφυγαν τρεις σφαίρες, παραμορφώνοντας το κρανίο του νεκρού. «Ο επιλοχίας αυτός, για πολλούς μήνες μετά, κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο σαν αδέσποτο σκυλί και μονολογούσε ότι οι δικές του σφαίρες σκότωσαν τον Λυμπέρη. Του λέγαμε ότι, δέχθηκε έξι σφαίρες στην καρδιά. Εκείνος όμως είχε πάθει κάτι σαν ψύχωση. Ο διοικητής της Σ.Ε.Α.Π. τον απάλλαξε για έξι μήνες από τα καθήκοντά του» σημειώνει ο Μ. Ανδριανάκης.

Μόλις ο παριστάμενος γιατρός βεβαίωσε το θάνατο, το πτώμα παραλήφθηκε από μία νεκροφόρα και μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της Νέας Αλικαρνασσού. Εκεί βρισκόταν ήδη η μητέρα του, η οποία είχε καλύψει το πρόσωπό της με μαύρο μαντήλι και ο αδελφός του με τη γυναίκα του. Θρηνούσαν, αλλά διατηρούσαν ακέραια την αξιοπρέπειά τους. Μόνον όταν έφθασε το φέρετρο, η Σοφία Λυμπέρη ξέσπασε: «Βασίλη μου, που είσαι; Τι σου κάνανε;». Παρόντες ήταν ακόμα, εκτός των άλλων και οι δύο δημοσιογράφοι. Τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλαν από κοινού οι δύο ιερείς Μ. Ανδριανάκης και Κ. Ασπετάκης. Το πτώμα του Β. Λυμπέρη τάφηκε στο νεκροταφείο της Ν. Αλικαρνασσού, σε έναν τάφο που είχε ανοιχτεί τα χαράματα, λίγη ώρα πριν από την εκτέλεση. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν πως ακόμα και οι νεκροθάφτες είχαν επηρεαστεί από το ζοφερό κλίμα των στιγμών. Αργότερα, τα οστά του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου, σε ένα κιβώτιο με τη φωτογραφία του.

Σημειώνεται πως τη μέρα της εκτέλεσης, σύμφωνα με τον Δημοσθένη Δώδο «όλοι οι κρατούμενοι δεν προσήλθαν στο συσσίτιο, τα μεγάφωνα της φυλακής δεν έπαιζαν μουσική και κατά τον προαυλισμό κανείς δεν έπαιξε ποδόσφαιρο. (…) Και η κοινωνία της φυλακής έχει τους δικούς της κανόνες».

Την επομένη, στην πρώτη και την τρίτη σελίδα της εφημερίδας «Τα Σημερινά» δημοσιεύτηκε εκτενές ρεπορτάζ του Ν. Γερακάρη από την εκτέλεση, συνοδευόμενο από τις φωτογραφίες του Β. Καραμανώλη. Αποτελούσε ασφαλώς μία μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία (καθώς η υπόθεση είχε συνταράξει την κοινή γνώμη), η οποία έκανε το γύρο όλης της χώρας, αλλά για τους δύο δημοσιογράφους ήταν περισσότερο μια καθοριστική για τη συνείδησή τους εμπειρία, που μένει αλησμόνητη έως σήμερα.

Την ίδια μέρα, επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο συνεργός του Β. Λυμπέρη, Παύλος Αγγελόπουλος, ο οποίος επίσης είχε καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο Αθηνών με την ποινή «τετράκις εις θάνατον». Όμως η εκτέλεση της θανατικής ποινής ανεστάλη επ΄ αόριστον, λόγω του νεαρού της ηλικίας του: ο Π. Αγγελόπουλος ήταν τότε μόλις 18 ετών. Μετά από τρία χρόνια, η ποινή του μετατράπηκε -σύμφωνα με το νόμο- σε ισόβια κάθειρξη.

Είναι συγκλονιστικό, πάντως, ότι ο Β. Λυμπέρης είχε ζητήσει να του επιβληθεί η θανατική ποινή για την πράξη του, απολογούμενος στον ανακριτή, λίγες μόλις μέρες μετά τη σύλληψή του. «Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί κάτι στη ζωή του. Αυτό που δημιούργησα εγώ δεν υπάρχει πλέον. Γιατί να ζω;» είχε πει χαρακτηριστικά. Έτσι, στις 25 Αυγούστου 1972 στάθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Χωρίς να το γνωρίζει, εκείνο το πρωί περνούσε, κατά κάποιο τρόπο, στην ιστορία… Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης, που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.

Τα δύο στιγμιότυπα δεν χωρίζουν παρά ελάχιστα λεπτά. Επάνω, ο Β. Λυμπέρης στέκεται

απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Κάτω, ο γιατρός εξετάζει το πτώμα του, μετά

την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Είναι η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτη στην Ελλάδα

(οι φωτογραφίες είναι του φωτορεπόρτερ Β. Καραμανώλη, όπως δημοσιεύτηκαν

στην εφημερίδα «Τα Σημερινά» στις 26 Αυγούστου 1972)

Φωτιά στο σπίτι!Η πορεία του Βασίλη Λυμπέρη προς το εκτελεστικό απόσπασμα είχε αρχίσει 7,5 μήνες νωρίτερα. Ήταν 5.10΄ το πρωί της 5ης Ιανουαρίου 1972, όταν ο 30χρονος Αντώνης Στρογγυλούδης, περνώντας έξω από τη μονοκατοικία στο τέρμα της οδού 28ης Οκτωβρίου στα Βριλήσσια Αττικής (Μεταμόρφωση Χαλανδρίου), αντιλήφθηκε καπνούς να βγαίνουν από το εσωτερικό και τη στέγη της. Ήταν το σπίτι που διέμενε η 25χρονη νύφη του (αδελφή της γυναίκας του) Βασιλική Λυμπέρη και η μητέρα της Αντιγόνη Μάρκου, 48 ετών. Μαζί με έναν ξάδελφό του και έναν ακόμα γείτονα πλησίασαν το καμένο σπίτι. Έσπρωξαν ελαφρά την καμένη πόρτα και αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα. Πίσω από αυτήν βρίσκονταν τα απανθρακωμένα σώματα των δύο παιδιών της Β. Λυμπέρη, της 3χρονης Παναγιώτας και του ενός έτους Γιωργάκη, της Α. Μάρκου και της Β. Λυμπέρη.

 Τα πτώματα της Αντιγόνης Μάρκου(επάνω) και μικρού Γιώργου (κάτω)

Κάνοντας έναν γρήγορο έλεγχο, διαπίστωσαν πως η Βασιλική ανέπνεε ακόμα, αλλά η κατάστασή της ήταν ιδιαιτέρως κρίσιμη. Το σώμα της ήταν παντού καμένο και μόνο στην περιοχή του στομαχιού διακρινόταν το δέρμα. Με γρήγορες κινήσεις τη μετέφεραν στο αυτοκίνητο του Αντ. Στρογγυλούδη και με αυτό στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Η πρώτη εντύπωση που σχηματίσθηκε ήταν πως το σπίτι είχε πιάσει φωτιά και τα τέσσερα θύματα είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες.

Η Βασιλική πάλεψε για τη ζωή της περίπου 20 ώρες. Τα μεσάνυχτα της 5ης Ιανουαρίου εξέπνευσε. Όμως, στις 10 το πρωί, είχε προλάβει να αποκαλύψει την αλήθεια σε μία θεία της, την καλόγρια Φιλοθέη (Αθηνά Μάρκου), η οποία βρισκόταν δίπλα της από τις πρώτες ώρες που είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο. «Κοιμόμουνα και άκουσα θόρυβο» είπε στη συγγενή της η Βασιλική, που παρά την κατάστασή της διατηρούσε ακόμα τη διαύγειά της. «Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και είδα τον άνδρα μου να σκορπά με ένα δοχείο βενζίνη (…). Μόλις με είδε, μου φώναξε πως θα πληρώσω για όλα. Του φώναξα πως είναι κακούργος και έβαλα τις φωνές, αλλά κανείς δεν με άκουγε. Με άρπαξε και με πέταξε στις φλόγες και με κρατούσε να καώ ζωντανή. Έκλεισε και την πόρτα για να μην γλιτώσουμε». Η Αθ. Μάρκου ενημέρωσε αμέσως τον γιατρό Νικ. Σγούρδα, ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε τους αστυνομικούς. Στους τελευταίους, η Βασιλική επανέλαβε όσα είχε πει στη θεία της. Η πληροφορία μεταδόθηκε αμέσως στους αξιωματικούς, που ήταν υπεύθυνοι για τις έρευνες και βρίσκονταν ήδη στην περιοχή του συμβάντος.

 Η Βασιλική Λυμπέρη

Νωρίτερα το πρωί, ο Β. Λυμπέρης είχε πάει στο εργοστάσιο συσσωρευτών του συζύγου της αδελφής του, στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος, όπου εργαζόταν. Εκεί, ο πατέρας του Γιώργος τον πληροφόρησε για τα γεγονότα και εκείνος συντετριμμένος ξεκίνησε για τα Βριλήσσια μαζί με τον αδελφό του και τον σύζυγο της αδελφής του. Είχε ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο και στο αριστερό πόδι, γεγονός που δικαιολόγησε με την ανάφλεξη καμινέτου το προηγούμενο βράδυ, όταν είχε επιχειρήσει να ψήσει έναν καφέ. Από καιρό ήταν σε διάσταση με τη γυναίκα του και διέμενε σε μία πανσιόν στην οδό Σωνιέρου 15, στο κέντρο της Αθήνας.Μόλις ο Β. Λυμπέρης έφθασε στο σπίτι της οδού 28ης Οκτωβρίου, κάποιος από το συγκεντρωμένο πλήθος τον αναγνώρισε, φωνάζοντας προς τους αστυνομικούς: «Αυτός είναι ο πατέρας των παιδιών»! Η ατμόσφαιρα μονομιάς μεταβλήθηκε. Αστραπιαία, ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος, κινήθηκε απειλητικά εναντίον του για να τον λυντσάρει. Ο Β. Λυμπέρης κοιτούσε σα χαμένος. Αμέσως παραδέχτηκε την ενοχή του. «Εγώ το έκανα» είπε στους αστυνομικούς «αλλά δεν ήθελα να κάνω κακό στα παιδιά μου. Αιτία ήταν η πεθερά μου». Ο αδελφός του Δημήτρης αδυνατούσε να το πιστέψει. Δύο αστυνομικοί τον έβαλαν βιαστικά στο αυτοκίνητο του διορισμένου από τη δικτατορία κοινοτάρχη Βριλησσίων (που βρισκόταν και αυτός στο σημείο) και τον φυγάδευσαν.

Ο Β. Λυμπέρης φτάνει στο χώρο της αναπαράστασης του εγκλήματος (φωτό επάνω).

Την ίδια στιγμή, συγγενείς των θυμάτων απειλούν να τον λυντσάρουν (φωτό κάτω)

Ο Β. Λυμπέρης μεταφέρθηκε αμέσως στο Τμήμα Χαλανδρίου, όπου αβίαστα ομολόγησε το έγκλημα και έκανε την πλήρη περιγραφή του, κατονομάζοντας παράλληλα και τους συνεργούς του: επρόκειτο για τον 17χρονο εργατοτεχνίτη Παύλο Αγγελόπουλο, τον 24χρονο εργάτη, ξάδελφο του προηγούμενου, Θόδωρο Καπρέτσο και τον 20χρονο Θανάση Σταμάτη. Όλοι ήταν συγκάτοικοι στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Τραγική λεπτομέρεια: ο Θ. Καπρέτσος είχε φτάσει στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες, προκειμένου να συμπαρασταθεί στον παράλυτο αδελφό του, ο οποίος νοσηλευόταν στο Κέντρο Αποκατάστασης Τραυματιών, στο Ψυχικό.Αμέσως, οι αστυνομικοί συνέλαβαν και τους τρεις, οι οποίοι ως το μεσημέρι της 6ης Ιανουαρίου επέμεναν πως δεν είχαν σχέση με την υπόθεση. Αλλά, μετά τις αναλυτικές πληροφορίες που είχε δώσει ο Β. Λυμπέρης, αναγκάστηκαν να παραδεχθούν την αλήθεια και να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους στην τετραπλή δολοφονία. Από τις διαδοχικές (συχνά αλληλοσυγκρουόμενες) καταθέσεις τους, οι αστυνομικοί κατέληξαν, τελικά, στο «σενάριο» του εγκλήματος:Ο Β. Λυμπέρης γνωρίστηκε με τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο, τις ημέρες των Χριστουγέννων του 1971, παίζοντας μαζί τους χαρτιά στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Από καιρό, στο μυαλό του γυρόφερνε την ιδέα να βγάλει από τη μέση την πεθερά του Αντ. Μάρκου, την οποία θεωρούσε ως βασική υπαίτια για τον κλονισμό της σχέσης του με τη Βασιλική. Εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη του στον Π. Αγγελόπουλο και ζήτησε να τον βοηθήσει με την υπόσχεση να του δωρίσει ένα αυτοκίνητο. Για να τον πείσει του έδειχνε σχεδιαγράμματα του σπιτιού και του επεσήμανε το γεγονός πως το σημείο στο οποίο αυτό βρισκόταν ήταν ερημικό, επομένως η δουλειά θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ο Π. Αγγελόπουλος αν και αρχικώς στάθηκε επιφυλακτικός απέναντι στην πρόταση αυτή, αργότερα προσχώρησε στα σχέδια του Β. Λυμπέρη, ενημερώνοντας μάλιστα σχετικώς και τον Θ. Καπρέτσο. Επιπλέον, μερικές μέρες πριν από την 4η Ιανουαρίου, πήγε μαζί με το Β. Λυμπέρη στο σπίτι των Βριλησσίων, αλλά δεν υλοποίησαν το σχέδιο διότι, σύμφωνα με το Β. Λυμπέρη, «δεν έφτανε η βενζίνη» που είχαν μαζί τους.

Οι φωτογραφίες των (από αριστερά) Π. Αγγελόπουλου, Θ. Καπρέτσου

και Θ. Σταμάτη, όπως δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες της εποχής

Το βράδυ της Δευτέρας 4 Ιανουαρίου, ο Β. Λυμπέρης συνάντησε τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο σε μία ταβέρνα και τους ξαναμίλησε για το σχέδιό του. Ήθελε να τρομοκρατήσει την Αντ. Μάρκου, ώστε να πάψει να δημιουργεί εμπόδια στην σχέση του με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Ο Β. Λυμπέρης επανέλαβε τις υποσχέσεις του για το αυτοκίνητο και χρήματα που θα τους έδινε αν τον βοηθούσαν. Και οι τρεις, ήπιαν πολύ εκείνο το βράδυ. Ο Π. Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε μία συνέντευξη πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή». Αποφασίσθηκε να δράσουν το ίδιο βράδυ. Αλλά ο Π. Αγγελόπουλος είχε έναν δισταγμό. Θυμάται ο ίδιος: «Πριν πάμε στο σπίτι, του λέω (σ.σ.: του Β. Λυμπέρη): ‘Και αν είναι μέσα η γυναίκα σου και τα παιδιά σου;’ Και με πήρε και με πήγε σε ένα περίπτερο και σήκωσε το τηλέφωνο η πεθερά του. Της λέει: ‘Θέλω να έρθω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου’. Και του απαντάει: ‘Δεν είναι εδώ. Λείπουνε στο Πέραμα. Θα έρθουν μετά από πέντε μέρες. Και εγώ θα φύγω’». Αργότερα, έγινε γνωστό ότι ο Β. Λυμπέρης είχε τηλεφωνήσει ξανά στην πεθερά του την προηγούμενη ημέρα και εκείνη του είχε απαντήσει με τον ίδιο τρόπο.Με το αυτοκίνητο του Β. Λυμπέρη, ξεκίνησαν και οι τρεις για την περιοχή των Βριλησσίων. Από το δρόμο, ο Θ. Καπρέτσος αγόρασε δύο κουτιά σπίρτα. Στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου υπήρχαν δύο ζευγάρια χοντρά γάντια και τρία μπιτόνια με βενζίνη, που ο Β. Λυμπέρης είχε προμηθευτεί νωρίτερα.Λίγη ώρα μετά τα μεσάνυχτα, έφθασαν κοντά στο σπίτι. «Αθόρυβα σταμάτησε το μικρό αυτοκίνητο στο χέρσο χωράφι, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρυά από το στόχο» θα γράψει η εφημερίδα «Απογευματινή» στις 7 Ιανουαρίου 1972. «(…) Γύρω επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Και μόλις που διέκρινες τα μικρά, φτωχικά σπιτάκια ριζωμένα στην πλαγιά. Οι πόρτες του αυτοκινήτου άνοιξαν και πετάχτηκαν από μέσα 3 πρόσωπα. Έβγαλαν έξω τρία μπιτόνια με βενζίνη και την άδειασαν σε ισάριθμους πλαστικούς κουβάδες: πράσινο, κόκκινο και λευκό. Οι κινήσεις ήταν πάντα αθόρυβες, προσεκτικές. Μέχρι την στιγμή που πλησίασαν στο στόχο, οι δύο από αυτούς άρπαξαν τα 3 δοχεία με τη βενζίνη και προχώρησαν προς το σπίτι. Ο ένας ψηλός και σωματώδης, ο άλλος κοντός και λεπτός. Πίσω τους άφησαν τον τρίτο της παρέας που περίμενε στο ΙΧ για να προσέχει, ίσως, τη γύρω περιοχή (…)».

Ο «ψηλός και σωματώδης» ήταν ο Β. Λυμπέρης, ο άλλος ο Π. Αγγελόπουλος. Στο αυτοκίνητο έμενε ο Θ. Καπρέτσος. Με αργά, αθόρυβα πατήματα προχώρησαν προς την είσοδο του σπιτιού. «Ξέραμε ότι ήταν ένας άνθρωπος μέσα» θα πει αργότερα ο Π. Αγγελόπουλος «αλλά πιστεύαμε ότι δεν θα πάθει τίποτα. Το μυαλό όλων μας δεν λειτουργούσε. Είχε σταματήσει. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε. Επηρεασμένοι από το αλκοόλ δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τι θα συμβεί». Πριν μπουν στο σπίτι, φόρεσαν τα γάντια για να μην αφήσουν ίχνη. Ο Β. Λυμπέρης άνοιξε την πόρτα με τα δικά του κλειδιά και αφουγκράστηκε. Μετά και οι δύο προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού κρατώντας από έναν κουβά στο χέρι. Τον τρίτο τον είχαν αφήσει έξω από την είσοδο.Με την υπόδειξη του Β. Λυμπέρη, ο Π. Αγγελόπουλος κινήθηκε προς τα δεξιά όπου βρισκόταν το δωμάτιο της Αντ. Μάρκου. Στο δωμάτιο της, μέσα στην κούνια του, κοιμόταν το μικρό αγόρι του ζεύγους. Άδειασε τον κουβά με τη βενζίνη κάτω από το κρεβάτι της Αντ. Μάρκου. Δύο σπίρτα έσπασαν στα χέρια του, το τρίτο άναψε. Η φωτιά ξέσπασε ακαριαία και συνοδεύτηκε από έναν έντονο κρότο. Ήταν η στιγμή που ο Β. Λυμπέρης έμπαινε στο άλλο δωμάτιο, όπου κοιμόταν η Βασιλική με την κόρη τους. Η δυνατή λάμψη και ο ήχος της έκρηξης από την ανάφλεξη της βενζίνης στο διπλανό δωμάτιο, ξύπνησε την Βασιλική και την μικρή Παναγιώτα. Από το κρεβάτι της ακόμα, πρόλαβε να δει τον Β. Λυμπέρη να σκορπίζει τη βενζίνη στο πάτωμα και να ανάβει ένα σπίρτο. Η Παναγιώτα άρχισε να κλαίει. Η Βασιλική χίμηξε πάνω του ουρλιάζοντας. Ο Β. Λυμπέρης τα ‘χασε. Δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά του μέσα στο σπίτι. Άκουσε γύρω του τον ήχο τζαμιών που έσπαγαν από τη θερμοκρασία και τις φωνές τρόμου της Αντ. Μάρκου και του γιου του. Είδε τα τρομαγμένα μάτια της κόρης του και τη Βασιλική να του επιτίθεται. Την έσπρωξε με δύναμη στο κρεβάτι. Είχε φτάσει στα όριά του και εκείνη τη στιγμή τα δρασκέλιζε!Άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε στο υγρό, από τη βενζίνη, πάτωμα. Η Βασιλική και η κόρη του έκαναν μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσουν. Ο Β. Λυμπέρης δεν έλεγχε πια τις αντιδράσεις του και με μια καρέκλα έσπρωξε τα σώματά τους στις φλόγες. Στην προσπάθειά του αυτή, οι φλόγες τον έκαψαν ελαφρά στη μύτη, το μάγουλο, το λαιμό και καψάλισαν μερικές τρίχες από τα μαλλιά του. Η Βασιλική προσπάθησε να πλησιάσει τη τηλεφωνική συσκευή για να ζητήσει βοήθεια, αλλά ο Β. Λυμπέρης την έριξε ξανά μέσα στις φλόγες και με το πόδι του την πάτησε στο στήθος, ώστε αυτή να μην μπορεί να κινηθεί.

Δεν είχαν περάσει παρά ελάχιστα λεπτά, από τη στιγμή που οι δύο άνδρες είχαν εισέλθει στο σπίτι, όταν ο Π. Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε μόλις τότε πως στο σπίτι βρίσκονταν και τα παιδιά. «Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!» φώναξε προς τον Β. Λυμπέρη. Αλλά αυτός, πια, δεν άκουγε. Με την καρέκλα και το σώμα του απωθούσε τη σύζυγο και την κόρη του μέσα στο φλεγόμενο υπνοδωμάτιο. Ο Π. Αγγελόπουλος βρέθηκε σε απόγνωση. Οι φλόγες που έγλυφαν τους τοίχους, η μυρωδιά της καμένης σάρκας, ο σπαραγμός στις κραυγές των θυμάτων, άπλωναν παντού ένα ζοφερό, εφιαλτικό σκηνικό. Άρπαξε τον τρίτο κουβά και τον έριξε προς τον Β. Λυμπέρη, αλλά αυτός τραβήχτηκε γρήγορα και γλίτωσε, με ελαφρά εγκαύματα στην αριστερή κνήμη. «Δεν ήθελε ο Λυμπέρης να σταματήσουμε με τίποτα. Προσπάθησα να τον σταματήσω αλλά απέτυχα. Με έναν τρόπο που εκείνη τη στιγμή δεν ξέρω αν ήταν σωστός ή λάθος» εξομολογήθηκε αργότερα ο Π. Αγγελόπουλος.

Αμέσως μετά, ο Β. Λυμπέρης έτρεξε προς την έξοδο του σπιτιού, ακολουθούμενος από τον συνεργό του. Κάποιες πληροφορίες ανέφεραν πως βγαίνοντας από το σπίτι, κλείδωσε την εξωτερική πόρτα για να εγκλωβίσει στο εσωτερικό τα θύματα. Την ώρα που οι τρεις άνδρες απομακρύνονταν με το αυτοκίνητο, το σπίτι είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Μέσα, τρεις άνθρωποι άφηναν την τελευταία τους πνοή, ενώ η Βασιλική ανέπνεε ακόμα, αλλά με βαριά εγκαύματα σε ολόκληρο το σώμα της …

Έφθασαν στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου, γύρω στις δύο τα ξημερώματα. Αμέσως, ανέβηκαν στο δωμάτιο του Θ. Σταμάτη. Εκεί του αφηγήθηκαν όσα είχαν συμβεί λίγη ώρα νωρίτερα και του ζήτησαν να τους βοηθήσει. Ο Β. Λυμπέρης του έδωσε τα καμένα ρούχα του και του είπε να τα πετάξει στα σκουπίδια. Μετά, όλοι συμφώνησαν να προβάλλουν ως άλλοθι πως την ώρα των φόνων έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Β. Λυμπέρη, ενώ για τα εγκαύματά του επινοήθηκε η δικαιολογία με το καμινέτο. Μετά, ο Β. Λυμπέρης πήγε στο δωμάτιό του. Ξυρίστηκε, έβαλε λίγη βαζελίνη στα καμένα σημεία του προσώπου του και κοιμήθηκε.

Ο Β. Λυμπέρης, με τα σημάδια από τα ελαφρά

εγκαύματα στο πρόσωπο, μετά τη σύλληψή του

Στις 7.30 το πρωί πήγε στο εργοστάσιο μπαταριών του γαμπρού του, όπου εργαζόταν…

Αρχή και τέλος στο νοσοκομείο … Ο Βασίλης Λυμπέρης και η Βασιλική Μάρκου είχαν γνωριστεί το Πάσχα του 1967, όταν ο πατέρας του πρώτου, Γιώργος, είχε υποστεί έμφραγμα και είχε εισαχθεί στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Στον ίδιο θάλαμο νοσηλευόταν και ο πατέρας της Βασιλικής.

Η αρχική γνωριμία εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση η οποία τον Δεκέμβριο του ίδιου κατέληξε σε γάμο. Ο Γιώργος Λυμπέρης δεν αντιμετώπισε θετικά αυτόν το γάμο, αλλά αναγκάσθηκε να υποκύψει στην επιθυμία του γιου του όταν έμαθε πως η Βασιλική ήταν ήδη έγκυος. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της οδού 28ης Οκτωβρίου στα Βριλήσσια, μαζί με τους γονείς της Βασιλικής. «Ο βίος μας στην αρχή ήταν ομαλός, τον δεύτερο προς τον τρίτο μήνα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Βασίλης έγινε οξύθυμος, ώσπου τον τρίτο μήνα μου είπε πως τον έδιωξαν από τη δουλειά του και ότι δεν του έδωσαν αποζημίωση. (…) Όλο αυτό το διάστημα, είμαστε με τους γονείς μου που μας βοηθούσαν οικονομικά» έγραψε αργότερα η Βασιλική σε ένα τετράδιο που παρέδωσε στον δικηγόρο της Χρ. Καραχάλιο.

Η σύγκρουση δεν άργησε να έρθει. Ο Β. Λυμπέρης θα πει στην απολογία του ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών: «Από την πρώτη στιγμή που παντρευτήκαμε με τη Βασιλική, η πεθερά μου έπαιρνε σε όλα τα θέματα το μέρος της κόρης της. Αντίθετα, ο πεθερός μου ήταν αμερόληπτος άνθρωπος και συχνά έλεγε στην πεθερά μου να μην ανακατεύεται. (…) Παντρεύτηκα πριν γνωρίσω καλά τη γυναίκα μου και μετά το γάμο μου διεπίστωσα ότι δεν τα κατάφερνε στο νοικοκυριό. Γι αυτό, δεν έφταιγε τόσο η γυναίκα μου, όσο η πεθερά μου που δεν της το είχε μάθει. Δεν είχαμε ακόμα παιδιά και είπα στη γυναίκα μου να χωρίσουμε τότε που ήταν πιο εύκολο, επειδή δεν ταιριάζαμε στον χαρακτήρα. Έφυγα και κατέβηκα στους γονείς μου που με συμβούλεψαν να γυρίσω στη γυναίκα μου. Κατάλαβα το λάθος μου και επέστρεψα (…)».

Μετά την επιστροφή του Β. Λυμπέρη στο σπίτι των Βριλησσίων, η κατάσταση εξομαλύνθηκε κάπως, ως τη στιγμή που ένα απρόοπτο γεγονός ανέτρεψε την εύθραυστη ισορροπία: η Βασιλική απέβαλε. Η αντίδραση του Β. Λυμπέρη απέναντι στο γεγονός αυτό ήταν ακαριαία. «Όταν έκανα αποβολή, αυτός αντί να κάθεται μαζί μου, έφευγε από το σπίτι και πήγαινε στο σινεμά ή βόλτες» θα περιγράψει αργότερα η Βασιλική.

Λίγο καιρό αργότερα, ο πατέρας της Βασιλικής πέθανε. «Μετά το θάνατο του πεθερού μου» θα υποστηρίξει στην απολογία του ο Β. Λυμπέρης «διηύθυνε το σπίτι η πεθερά μου και όχι η γυναίκα μου. Αυτή την κατάσταση δεν μπορούσα να τη δεχθώ και έτσι αποφάσισα να φύγουμε με τη γυναίκα μου από το σπίτι στα Βριλήσσια». Έτσι, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα επί της οδού Μιχ. Βόδα. Η Βασιλική έμεινε ξανά έγκυος. Στα τέλη του 1968, ο Β. Λυμπέρης, με χρήματα που εξασφάλισε από την πώληση ενός οικοπέδου, ιδιοκτησίας της Βασιλικής, άνοιξε ένα εργαστήριο μπαταριών στην οδό Ακομινάτου, στο κέντρο της Αθήνας. «Και πριν και μετά το γάμο, με πίεζε να πουλήσω κάτι οικόπεδα που μου είχε δώσει προίκα ο πατέρας μου, προκειμένου να ανοίξει εργαστήριο μπαταριών» ανέφερε στο ημερολόγιό της η Βασιλική. «Μάλιστα, όταν ήμουνα έγκυος, μου είπε ενώπιον των συγγενών μου ότι αν δεν πωλούσα θα με χώριζε κι ας ήμουν 9 μηνών και ότι δεν είχε λεφτά να με ξεγεννήσει και να τα πλήρωνε η μάνα μου».

Στο διάστημα αυτό, οι δουλειές του Β. Λυμπέρη δεν πήγαιναν καλά. Τα προβλήματα στις σχέσεις του ζευγαριού άρχισαν και πάλι να πυκνώνουν. Ο Β. Λυμπέρης έλειπε όλο και περισσότερο από το σπίτι. Κάποιες πληροφορίες ανέφεραν πως συνήθιζε να παίζει σε χαρτοπαικτικές λέσχες. Κάποιες φορές δεν επέστρεφε στο σπίτι του και κοιμόταν στο μαγαζί. Ταυτόχρονα, πίεζε τη Βασιλική να πουλήσει και τα άλλα περιουσιακά της στοιχεία για να βοηθηθούν οικονομικά.

 Η Βασιλική Λυμπέρη με την κόρη της Παναγιώτα.

Ένα, περίπου, χρόνο μετά, ο Β. Λυμπέρης αναγκάστηκε να κλείσει το μικρό εργοστάσιο μπαταριών, έχοντας ήδη σημαντικές οικονομικές απώλειες. Μαζί με τη Βασιλική και την μικρή κόρη τους επέστρέψαν στο σπίτι των Βριλησσίων, όπου έμενε μόνη, πλέον, η μητέρα της Βασιλικής, Αντιγόνη Μάρκου. Ο Β. Λυμπέρης άρχισε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές, αλλά η οικονομική τους κατάσταση παρέμενε δυσχερής και πολλές φορές αναγκάζονταν να δανείζονται για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές ανάγκες. Η Βασιλική ήθελε να εργασθεί ώστε να συμβάλει στα οικογενειακά έξοδα ενώ, εν τω μεταξύ, περίμενε το δεύτερο παιδί της. Ο Β. Λυμπέρης αρνιόταν κάθε τέτοια σκέψη. Οι συγκρούσεις του με τη Βασιλική αλλά κυρίως με την Αντ. Μάρκου γίνονταν ολοένα και πιο πυκνές. Κάθε τόσο ζητούσε να πουλήσουν ένα ακόμα οικόπεδο. Συγγενείς των δύο γυναικών θα καταθέσουν αργότερα πως ο Β. Λυμπέρης έφτανε στο σημείο να τις απειλεί για να επιτύχει τον σκοπό του. Τελικώς, το οικόπεδο πουλήθηκε και με ένα μέρος από το ποσό ο Β. Λυμπέρης αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο με το οποίο πήγε το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου του 1972, στο σπίτι των Βριλησσίων…

Στις 5 Ιανουαρίου του 1971, λίγο πριν από το δεύτερο τοκετό της, η Βασιλική παρέδωσε στον δικηγόρο της μία ιδιόγραφη διαθήκη. «Μεταξύ άλλων» είπε αργότερα ο ίδιος «έγραφε ότι αποκλήρωνε από την περιουσία της τον σύζυγό της, λόγω της απαράδεκτης συμπεριφορά του και πως την άφηνε στα παιδιά της. Ίσως φοβόταν μήπως πάθει κάτι κακό στη γέννα, επειδή το πρώτο της παιδί το είχε κάνει με καισαρική».

Μετά τη γέννηση και του δεύτερου παιδιού, η ρήξη στις σχέσεις του ζευγαριού έγινε οριστική. Ο Β. Λυμπέρης θα πει στην απολογία του: «Οι σχέσεις μου με την πεθερά μου χειροτέρευαν και δεν μπορούσα να δω τα παιδιά μου. (…) Αιτία ήταν κάποια λεφτά που μου είχε δώσει και δεν τα είχα επιστρέψει. Έτσι, αναγκάστηκα να ξαναφύγω από τα Βριλήσσια. Αυτή τη φορά, η γυναίκα μου δεν με ακολούθησε. Η μάνα της και οι συγγενείς της την απειλούσαν πως αν με ακολουθούσε θα την αποκλήρωναν. Έτσι, όταν μου πρότεινε να χωρίσουμε δέχτηκα με τον όρο ότι το διαζύγιο θα έβγαινε για ασυμφωνία χαρακτήρων και θα έπαιρνα το αγοράκι μας, όταν μεγάλωνε. Μετά τα παιδιά μου δεν τα έβλεπα πια. Στο σπίτι δεν με άφηναν να μπω. Ήδη είχα αρχίσει να πληρώνω 2.000 δρχ. το μήνα για διατροφή. Τότε, η γυναίκα μου, επηρεασμένη από τη μητέρα της, θέλησε να βγάλει το διαζύγιο εις βάρος μου, ότι δήθεν είμαι βάναυσος και τέτοια (σ.σ.: η αίτηση διαζυγίου επρόκειτο να συζητηθεί στις 18 Ιανουαρίου 1972)». Όταν ο Β. Λυμπέρης έφυγε από το σπίτι των Βριλησσίων, κοιμόταν αρχικώς στο πατάρι του μαγαζιού όπου εργαζόταν και αργότερα νοίκιασε ένα δωμάτιο στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Την ίδια περίοδο, η Βασιλική έπιασε δουλειά ως εργάτρια στο εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών «ΕΣΚΙΜΟ».

Την εποχή εκείνη, ο Β. Λυμπέρης γνώρισε τη 18χρονη Μαρία Γκίκα. Η ίδια θα δηλώσει αργότερα στους δημοσιογράφους: «Τέσσερις μήνες με γυρόφερνε ο Λυμπέρης. Με πρωτοείδε ένα πρωί στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς που είναι το εργοστάσιο μπαταριών που εργαζόταν. Ένοιωσε κάτι κεραυνοβόλο –όπως μου είπε αργότερα- και από εκείνη τη στιγμή δεν με άφησε από τα μάτια του ούτε λεπτό. Παρακολουθούσε τις κινήσεις μου, με περίμενε ώρες ολόκληρες έξω από το σπίτι και με φλερτάριζε επίμονα. Στο τέλος δεν άντεξα και δέχτηκα κάποιο απόγευμα να τον δω. Τον ρώτησα τι θέλει από μένα και εκείνος μου απάντησε ότι με αγαπάει. Μου φέρθηκε ευγενικά και συνεσταλμένα και πίστεψα τα λόγια του. Ήταν ευγενικός και μου ζήτησε να παντρευτούμε, μου έλεγε ότι θα με κάνει ευτυχισμένη και θα μου εξασφάλιζε μία άνετη ζωή. Μετά την πρώτη συνάντηση, πέρασαν αρκετές ημέρες μέχρι να τον ξαναδώ. Βγήκαμε, ύστερα μερικές φορές και πήγαμε βόλτα με το αυτοκίνητο. Ποτέ δεν μου μίλησε για τη ζωή του και ποτέ δεν μου έδειξε ότι, τον απασχολεί κάτι πολύ σοβαρό. Πίστεψα ότι, ήθελε πράγματι να με παντρευτεί και άρχισα να του έχω εμπιστοσύνη. Οι συναντήσεις μας ήταν λιγοστές γιατί δεν μπορούσα να λείψω από το σπίτι επειδή ο πατέρας μου ήταν αυστηρός και εγώ έβγαινα για πρώτη φορά με αγόρι. Αυτό, τον στεναχωρούσε και τότε του είπα να πιάσει τον πατέρα μου και να με ζητήσει και αφού πάρει τη συγκατάθεσή του θα μπορούσε να έρχεται να με βλέπει στο σπίτι. Λίγες μέρες μετά, έμαθα ότι είναι παντρεμένος και έχει δύο ανήλικα παιδιά. Του ζήτησα να μου πει γιατί τόσο καιρό με κορόιδευε και μου απάντησε πως με τη γυναίκα του είχε φιλικές σχέσεις και πως σε λίγο καιρό θα έπαιρνε διαζύγιο. Έφυγα αηδιασμένη και από τότε δεν θέλησα να τον ξαναδώ. Κάποια μέρα ήρθε στο σπίτι να με ζητήσει από τον πατέρα μου και αυτός τον έδιωξε λέγοντάς του πως δεν μπορεί να το κάνει αυτό αφ Eglimatikotita
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ