2012-05-26 01:17:06
Φωτογραφία για Ο εκδικητής
Στο τέλος της ημέρας που τα έκανε όλα διαφορετικά, κατάλαβε ότι παρέμενε ίδιος. Την επόμενη ημέρα τα έκανε όλα ίδια. Αλλά είχε πια αλλάξει. Οπότε μπερδεύτηκε. Και την τρίτη ημέρα δεν ήξερε πώς να φερθεί. Άφησε να τον οδηγήσει η συνήθεια. Δεν έκανε τίποτα. Πέρασε μέσα σε αυτήν την ακινησία τα επόμενα εβδομήντα έξι χρόνια. Έπειτα τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Καιρός να αναλάμβανε πάλι δράση. Πλύθηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε καθαρό πουκάμισο κι ένα παλιό παντελόνι. Βγήκε έξω. Συνάντησε κατά σειρά έναν άνθρωπο που δεν ήξερε, έναν σκύλο που δεν ήξερε και έναν κόσμο που δεν του θύμιζε τίποτα. Πτοήθηκε. Να γύριζε σπίτι; Αποφάσισε να συνεχίσει. Σταμάτησε σε ένα περίπτερο. Αγόρασε τσίχλες. Μάσησε δύο, έφτυσε μια τρίτη, κατάπιε μια τέταρτη. Όλο αυτό του φάνηκε χαζό. Έδωσε τις περισσευούμενες τσίχλες σε ένα ζητιάνο και μια καλοντυμένη κυρία. Εξ ημισείας. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Στις λάμπες του δρόμου ήταν κρεμασμένα μαύρα τρανζίστορ
. Άρχισαν να παίζουν όλα μαζί. Έπαιξε κι αυτός μαζί τους. Μέχρι που σήκωσε το κεφάλι του ακόμη ψηλότερα. Πέτυχε τον ουρανό. Από εκεί ήταν κρεμασμένα μόνο σύννεφα και κάτι φωτεινό που μπορεί να ήταν ήλιος, μπορεί όμως και όχι. Δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος. Κοίταξε ακόμη ψηλότερα. Αλλά τον τύφλωσε αυτό που μπορεί να ήταν ήλιος, μπορεί όμως και όχι. Τυφλός πλέον, προσπάθησε να συνεχίσει τη βόλτα του, αλλά έπεφτε διαρκώς πάνω σε περαστικούς. Μερικοί τον έβριζαν, μερικοί άλλοι όχι. Κάποιος του έγλειψε το αυτί. Το βρήκε αποκρουστικό και ερεθιστικό μαζί. Προσπάθησε να γλείψει το άλλο του αυτί μόνος του. Η γλώσσα του δεν έφτανε ως εκεί. Θα μπορούσε να κόψει ή τη γλώσσα ή το αυτί, αλλά δεν έβλεπε και δεν ήθελε να κάνει λάθος. Άρχισε να γαβγίζει. Άλλες γάτες έφυγαν πανικόβλητες, άλλες φιλοτιμήθηκαν και του έγλειψαν εκείνες το αυτί. Η όρασή του επανήλθε. Αποφάσισε να εκδικηθεί εκείνο το φωτεινό σώμα που του την είχε προσωρινά αφαιρέσει. Του έκοψε τη γλώσσα και το αυτί. Το φωτεινό σώμα δεν μπορούσε πια να μιλήσει ούτε και να ακούσει. Και αιμορραγούσε. Άρχισε να βρέχει αίμα. Οι άνθρωποι έβγαλαν τις ομπρέλες τους εκτός από αυτούς που δεν είχαν. Αυτοί αναμφίβολα μάτωσαν. Έπεσαν τότε στα πόδια του εκδικητή και τον εκλιπαρούσαν: «Δείξε οίκτο, εκδικητή. Δείξε οίκτο, εκδικητή». Ο εκδικητής μεταπείστηκε αλλά ήταν πλέον αργά. Το φωτεινό σώμα άδειο τελείως από αίμα έπεσε από τον ουρανό. Τώρα μπορούσε να κοιτάξει ακόμη ψηλότερα. Είδε μια ανοικτή τρύπα που τον οδηγούσε πίσω στον χρόνο, πολύ πίσω, στην αρχή αυτής της ιστορίας. Δεν του έφτανε. Θέλησε να πάει ακόμη πιο πίσω, πριν την πρώτη της λέξη, πριν το πρώτο της έναυσμα. Δεν βρήκε τίποτα. Τρόμαξε με το κενό που μπορεί όμως να γίνεται λέξεις. Κοίταξε πίσω από το κενό. Βρήκε μια γυμνή επιθυμία για νόημα. Την πήρε στα χέρια του κι άρχισε να τη σπάει. Δεξιά έπεσε το επι, αριστερά το θυμία. Στη μέση ο ίδιος. Τα πάτησε και τα δύο με το παπούτσι. Συνέχισε να προχωρά. Είχε κολλήσει όμως στη σόλα η οξεία και τον πονούσε. Πάτησε το πόδι του με δύναμη να ξεκολλήσει και αντί να ξεκολλήσει, η οξεία κόλλησε και καρφώθηκε στην πατούσα του. Ο πόνος ήταν οξύς. Δάκρυσε. Τα δάκρυά του έπεσαν στη σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου πάνω στο αίμα που έπεφτε νωρίτερα από τον ουρανό και δεν είχε ακόμη στεγνώσει. Τα δύο υγρά αναγνώρισαν το ένα το άλλο, αναμίχθηκαν και μετατράπηκαν σε κάτι τρίτο και διαφορετικό. Ένα σπουργίτι έσπευσε να δοκιμάσει. Μετά κι άλλα. Έγιναν σμήνος και πέταξαν προς κάπου αλλού. Εκείνος έμεινε εκεί. Τον βλέπουμε να τα κοιτάει να πετούν με βλέμμα απορημένο. Αντιλαμβανόμενος πως κάποιος τον παρακολουθεί, γυρνάει το βλέμμα του καταπάνω μας. Μας κοιτάζει επίμονα. Δεν σταματά. Μέχρι που ουρλιάζει. Μετά γελά. Γελάμε μαζί του. Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε. Δεν υπάρχει στα αλήθεια. Όπως άλλωστε κι εμείς.
Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ